Αγγειίτιδες

Η πορφύρα Henoch-Schönlein (HSP – αλλιώς IgA αγγειίτιδα) προκαλείται από φλεγμονή των αιμοφόρων αγγείων (αγγειίτιδα) και εκδηλώνεται συχνότερα με δερματικό εξάνθημα, κοιλιακό πόνο και πόνο στις αρθρώσεις. Πρόκειται για την πιο συχνή αγγειίτιδα της παιδικής ηλικίας. Η HSP συνήθως δεν είναι ένα απειλητικό για τη ζωή νόσημα όπως άλλες αγγειίτιδες, πολύ περιστασιακά όμως μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, και πιο συγκεκριμένα νεφρικά προβλήματα. Η HSP αναπτύσσεται εξαιτίας μη φυσιολογικής αντίδρασης του ανοσοποιητικού σε κάποιο ερέθισμα το οποίο ακόμη παραμένει άγνωστο. Αυτή η μη φυσιολογική αντίδραση προκαλεί φλεγμονή των αιμοφόρων αγγείων (αυτό ονομάζεται αγγειίτιδα).

Εκδηλώνεται κυρίως σε παιδιά και ιδιαίτερα σε ηλικίες κάτω των 10 ετών, αλλά μπορεί επίσης να επηρεάσει μεγαλύτερα παιδιά αλλά και ενήλικες. Είναι πιο συχνή στα αγόρια παρά στα κορίτσια. Τα παιδιά ηλικίας κάτω των 2 ετών τείνουν να αναπτύσσουν πιο ήπια συμπτώματα. Οι ενήλικες με HSP τείνουν να αναπτύξουν πιο σοβαρά συμπτώματα και είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν επιπλοκές. Πολύ συχνά μπορεί να έχει προηγηθεί μια λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος – για παράδειγμα, βήχας, ρινική καταρροή και υψηλή θερμοκρασία (πυρετός) – λίγες εβδομάδες πριν από την ανάπτυξη της HSP.

Συμπτώματα

Τα τρία πιο συνηθισμένα συμπτώματα είναι ένα δερματικό εξάνθημα (90%), κοιλιακός πόνος (60 – 70%) και πόνοι στις αρθρώσεις (60 – 70%). Οι περισσότεροι ασθενείς με HSP δεν αναπτύσσουν επιπλοκές, ωστόσο μπορεί να  επηρεαστούν τα νεφρά (40%), το έντερο και πολύ σπάνια σε παιδιά μπορεί να παρατηρηθεί ιδιαιτέρως εκτεταμένη και σοβαρή προσβολή του δέρματος.

Διάγνωση

Η διάγνωση συνήθως τίθεται κλινικά με βάση τα χαρακτηριστικά συμπτώματα. Ωστόσο, κάποιες εξετάσεις μπορεί να βοηθήσουν στην επιβεβαίωση τη διάγνωσης, ή να αποκλείσουν άλλες αιτίες που προκαλούν παρόμοια συμπτώματα. Οι αρχικές εξετάσεις μπορεί να περιλαμβάνουν εξετάσεις αίματος και ούρων. Η HSP μπορεί να προκαλέσει υψηλή αρτηριακή πίεση εάν επηρεαστούν οι νεφροί, οπότε η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης είναι σημαντική. Συχνά απαιτείται εξέταση κοπράνων για να διαπιστωθεί εάν υπάρχουν ίχνη αίματος, κάτι που μπορεί να συμβεί εάν η HSP επηρεάσει το έντερο. Σπάνια και επί αμφιβολίας για τη διάγνωση μπορεί να απαιτηθεί βιοψία δέρματος. Σε περιπτώσεις σημαντικής συμμετοχής των νεφρών απαιτείται και βιοψία νεφρών.

Θεραπεία

Για τους περισσότερους ασθενείς, η HSP θα βελτιωθεί από μόνη της και έτσι δεν απαιτείται ειδική θεραπεία. Συνήθως, η συμπτωματική αντιμετώπιση με αναλγητικά (παρακεταμόλη, ΜΣΑΦ), η ικανοποιητική πρόσληψη υγρών και η ξεκούραση είναι αρκετή για την υποχώρηση των συμπτωμάτων. Σε κάποιες περιπτώσεις οι ασθενείς λαμβάνουν γλυκοκορτικοειδή (κορτιζόνη) είτε για να αντιμετωπίσουν τα συμπτώματα από το γαστρεντερικό, είτε για να αντιμετωπιστεί ο πολύ έντονος πόνος στις αρθρώσεις που περιορίζει την κινητικότητα.

Είναι σημαντικός ο έλεγχος προβλημάτων στα νεφρά. Η προσβολή των νεφρών μπορεί να είναι παρούσα κατά την έναρξη των συμπτωμάτων αλλά μπορεί να παρουσιαστεί και μήνες μετά. Ο περιοδικός έλεγχος των ούρων για τυχόν σημάδια νεφρικής βλάβης και η μέτρηση της πίεσης του αίματος θα βοηθήσει στην ανίχνευση νεφρικής συμμετοχής. Επιπλέον θεραπεία θα εξαρτηθεί από το εάν θα αναπτυχθούν επιπλοκές. Εάν επηρεάζονται οι νεφροί, τότε η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει στεροειδή και άλλα φάρμακα που βοηθούν στη μείωση της μη φυσιολογικής αντίδρασης που προκαλείται από το ανοσοποιητικό σύστημα. Μερικές φορές η φαρμακευτική αγωγή για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης είναι απαραίτητη εάν η υψηλή αρτηριακή πίεση αναπτύσσεται λόγω της συμμετοχής των νεφρών.

Πρόγνωση

Η πρόγνωση εξαρτάται κυρίως από το εάν και πόσο άσχημα επηρεάστηκαν οι νεφροί. Εάν η HSP δεν επηρεάζει τα νεφρά, οι περισσότεροι ασθενείς έχουν πλήρη ανάκαμψη μέσα σε περίπου τέσσερις εβδομάδες και δεν έχουν διαρκή προβλήματα. Η συμμετοχή των νεφρών είναι σοβαρή μόνο σε 1 στους 10 ανθρώπους με HSP. Σπάνια οι νεφροί μπορεί να επηρεαστούν τόσο σοβαρά ώστε μπορεί να αναπτυχθεί  νεφρική ανεπάρκεια.

Η HSP μπορεί να υποτροπιάσει ως και 6 μήνες από την πρώτη εκδήλωση συμπτωμάτων αλλά συνήθως αυτό συμβαίνει εντός του πρώτου μήνα. Περίπου 1/3 των ασθενών θα παρουσιάσουν μια τουλάχιστον υποτροπή των συμπτωμάτων.

Συνήθως, η HSP αντιμετωπίζεται από το γενικό παιδίατρο. Ωστόσο, σε περιπτώσεις σοβαρών επιπλοκών ή παρατεταμένης υποτροπιάζουσας νόσου είναι απαραίτητη η εκτίμηση από παιδορευματολόγο. Ο παιδορευματολογός θα αποκλείσει ή θα διαγνώσει άλλα νοσήματα που μπορούν να εκδηλωθούν με ανάλογη κλινική εικόνα (ΣΕΛ, άλλες αγγειίτιδες) ενώ τελικά μπορεί να απαιτηθεί και ανοσοκατασταλτική αγωγή για το έλεγχο των υποτροπιαζόντων συμπτωμάτων.

Η νόσος Kawasaki είναι μια ασθένεια της παιδικής ηλικίας που προκαλεί υψηλή θερμοκρασία (πυρετό), εξάνθημα και άλλα τυπικά συμπτώματα (που αναφέρονται παρακάτω). Πρόκειται για μια αγγειίτιδα και αποτελεί τη δεύτερη συχνότερη αγγειίτιδα της παιδικής ηλικίας μετά την πορφύρα Henoch – Schonlein. Τα περισσότερα παιδιά αναρρώνουν πλήρως από τη νόσο, καθώς η έγκαιρη θεραπεία μπορεί να αποτρέψει τις επιπλοκές, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις αναπτύσσονται σοβαρές επιπλοκές.

Η νόσος Kawasaki περιγράφηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1960 από τον Ιάπωνα ιατρό Tomisaku Kawasaki. Η νόσος Kawasaki επηρεάζει κυρίως τα παιδιά ηλικίας 2 – 5 ετών και προκαλεί διάφορα συμπτώματα σε όλο το σώμα.

Η αιτία της νόσου Kawasaki δεν είναι γνωστή. Τα συμπτώματα μοιάζουν με πολλές κοινές λοιμώξεις αλλά η νόσος δεν είναι μεταδοτική. Πιθανολογείται ότι η αρχική αιτία είναι μια μόλυνση με ένα μικρόβιο, όπως βακτήριο ή ιό που συνήθως προκαλεί ελάχιστη ή καθόλου βλάβη στους περισσότερους ανθρώπους. Σε ορισμένους όμως ασθενείς μπορεί να οδηγήσει σε μια ασυνήθιστη σοβαρή αντίδραση. Παρόλα αυτά, δεν έχει αποδειχθεί ότι ένας συγκεκριμένος ιός ή άλλα συγκεκριμένα μικρόβια προκαλούν αυτή την ασθένεια. Φαίνεται να υπάρχει κάποια γενετική συσχέτιση που αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου. Για παράδειγμα, οι γονείς των παιδιών με νόσο Kawasaki είναι πιθανότερο να είχαν την ίδια την κατάσταση κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Επίσης, τα αδέλφια παιδιών με νόσο Kawasaki έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου. Έτσι, μια θεωρία είναι ότι τα επηρεαζόμενα παιδιά μπορεί να έχουν μια γενετική προδιάθεση που τα κάνει να «αντιδράσουν υπερβολικά» σε μια κοινή λοίμωξη που δε θα προκαλούσε προβλήματα στα περισσότερα παιδιά.

Συμπτώματα

Ο υψηλός πυρετός που διαρκεί περισσότερο από πέντε ημέρες είναι το βασικό σύμπτωμα ενώ για να τεθεί η διάγνωση θα πρέπει να παρατηρούνται τουλάχιστον τέσσερα από τα πέντε ακόλουθα:

  • Επιπεφυκίτιδα, δηλαδή ερυθρότητα των ματιών
  • Αλλαγές στο στόμα, όπως κόκκινος λαιμός ή γλώσσα, ή ξηρά και ραγισμένα χείλη
  • Δερματικό εξάνθημα
  • Αλλαγές στα χέρια ή στα πόδια, όπως ήπιο οίδημα ή ερυθρότητα. Το δέρμα συχνά ξεφλουδίζει σε μερικά δάχτυλα μετά από περίπου 2-3 ​​εβδομάδες
  • Διόγκωση ενός ή περισσότερων λεμφαδένων στο λαιμό

Τυπικά, ο πυρετός εκδηλώνεται πρώτα και τα άλλα συμπτώματα αναπτύσσονται μετά από μερικές ημέρες. Συχνά, τα συμπτώματα που εκδηλώνονται μετά την έναρξη του πυρετού αναπτύσσονται το ένα μετά το άλλο και όχι πάντα ταυτόχρονα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η διάγνωση της νόσου Kawasaki μπορεί να τεθεί αρκετές ημέρες μετά την έναρξη του αρχικού πυρετού. Κατά τη διάρκεια της ασθένειας, μερικά παιδιά έχουν πολύ έντονα συμπτώματα, ενώ άλλα έχουν μια ήπια ασθένεια. Εντούτοις, κάθε παιδί που είναι ύποπτο για ασθένεια Kawasaki εισάγεται στο νοσοκομείο, ακόμη και αν φαίνεται να έχει ήπια ασθένεια.

Διάγνωση

Η διάγνωση της νόσου Kawasaki βασίζεται στην παραπάνω ομάδα συμπτωμάτων. Επίσης, τα παιδιά που έχουν προσβληθεί είναι συνήθως πολύ ευερέθιστα. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν κάποια από τα παραπάνω συμπτώματα για να τεθεί η διάγνωση, χρησιμοποιούμε συγκεκριμένες εργαστηριακές εξετάσεις. Για αυτές γνωρίζουμε ότι μεταβάλλονται σε ασθενείς με Kawasaki, καμία όμως δεν είναι συγκεκριμένη για την επιβεβαίωση της νόσου. Μπορούν να γίνουν δοκιμές για να αποκλειστούν άλλες ασθένειες που προκαλούν παρόμοια συμπτώματα, όπως ιλαρά, οστρακιά, κλπ.

Επί υποψίας τη νόσου γίνεται μια καρδιολογική εξέταση για να διερευνηθεί αν έχει επηρεαστεί η καρδιά, διότι χωρίς θεραπεία περίπου το 1 στα 5 παιδιά που πάσχουν από νόσο Kawasaki αναπτύσσουν φλεγμονή των αιμοφόρων αγγείων της καρδιάς (στεφανιαίες αρτηρίες). Αυτό που μπορεί να παρατηρηθεί είναι διόγκωση ενός τμήματος της στεφανιαίας αρτηρίας, το οποίο ονομάζεται ανεύρυσμα. Ένα ανεύρυσμα στεφανιαίας αρτηρίας συνήθως δεν προκαλεί συμπτώματα. Με την πάροδο του χρόνου συχνά υποχωρεί και η αρτηρία επιστρέφει στο προηγούμενο φυσιολογικό μέγεθος αλλά όχι πάντα. Αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθος του ανευρύσματος. Ωστόσο, το τοίχωμα ενός ανευρυσματικού αγγείου είναι αδύναμο και μπορεί να προκύψουν σοβαρά προβλήματα. Το πιο σοβαρό είναι ότι ένας θρόμβος μπορεί να αναπτυχθεί στο ανεύρυσμα και να φράξει το αγγείο. Ο μυς της καρδιάς τροφοδοτείται με οξυγόνο, που μεταφέρεται στο αίμα αυτών των αρτηριών. Όταν αναπτύσσεται ένας θρόμβος και διακόπτεται η ροή του αίματος στην περιοχή, ο μυς δεν έχει αρκετό οξυγόνο και μπορεί στη συνέχεια να καταστραφεί.

Ένα ανεύρυσμα μπορεί να ανιχνευθεί με υπερηχοκαρδιογράφημα. Εάν εμφανιστεί ένα ανεύρυσμα, συνήθως αρχίζει να αναπτύσσεται μια εβδομάδα ή περισσότερο μετά την έναρξη του πυρετού. Η θεραπεία εντός 10 ημερών με ενδοφλέβια γ – σφαιρίνη από την έναρξη των συμπτωμάτων συχνά αποτρέπει το σχηματισμό ενός ανευρύσματος. Φλεγμονή σαν και αυτή που αναπτύσσεται στη στεφανιαία αρτηρία (αγγειίτιδα) μπορεί να συμβεί σε άλλες αρτηρίες σε διάφορα μέρη του σώματος – αλλά κάτι τέτοιο είναι πολύ σπάνιο.

Θεραπεία

Η θεραπεία για τη νόσο Kawasaki περιλαμβάνει ασπιρίνη η οποία βοηθά στη μείωση της φλεγμονής στις στεφανιαίες αρτηρίες στα αρχικά στάδια της νόσου καθώς και στην πρόληψη θρόμβων στο αίμα όταν χρησιμοποιείται στη συνέχεια σε μικρότερες δόσεις. Η ενδοφλέβια γ-σφαιρίνη (IVIG) είναι η κύρια θεραπεία η οποία χορηγείται εφάπαξ με αργή ενδοφλέβια έγχυση σε μερικές ώρες. Πρόκειται για ένα μίγμα αντισωμάτων που λαμβάνεται από ανθρώπινο αίμα. Δεν είναι σαφές πώς λειτουργεί αλλά πιθανολογείται ότι τροποποιεί την απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος οδηγώντας στην πρόληψη της φλεγμονής στις αρτηρίες.

Η θεραπεία με IVIG χορηγούμενη εντός 10 ημερών από την έναρξη της νόσου Kawasaki μειώνει την πιθανότητα καρδιακών επιπλοκών. Χωρίς θεραπεία, περίπου 25 στα 100 παιδιά που έχουν προσβληθεί θα αναπτύξουν ανεύρυσμα. Με τη θεραπεία, αυτό μειώνεται σε λιγότερους από 5 στους 100 ασθενείς. Επί μη ανταπόκρισης στην αρχική δόση IVIG μπορεί να χρειαστεί επανάληψη της ενδοφλέβιας έγχυσης λίγες μέρες μετά, ενώ άλλοι παράγοντες που μπορεί να χρησιμοποιηθούν είναι στεροειδή σε μεγάλη δόση και το infliximab.

Πρόγνωση

Εάν έχουν αναπτυχθεί ανευρύσματα, είναι απαραίτητη η παρακολούθηση από ένα παιδο-καρδιολόγο. Σε αυτή την περίπτωση, απαιτείται θεραπεία για την πρόληψη προβλημάτων που μπορεί να προκύψουν ενώ το παιδί θα πρέπει να έχει τακτικό καρδιολογικό έλεγχο για την παρακολούθηση της πορείας των καρδιακών μεταβολών. Συχνά χρειάζονται φάρμακα για την πρόληψη σχηματισμού θρόμβων του αίματος (βαρφαρίνη, ηπαρίνη, ασπιρίνη). Πολύ περιστασιακά απαιτείται επέμβαση στην καρδιά. Ακόμη και χωρίς θεραπεία, τα περισσότερα παιδιά έχουν πλήρη ανάκαμψη, αλλά μπορεί να εμφανιστούν οι προαναφερθείσες επιπλοκές. Με την έγκαιρη θεραπεία, οι επιπλοκές είναι πολύ λιγότερο πιθανό να αναπτυχθούν. Οι επαναλαμβανόμενες καρδιολογικές εξετάσεις συνήθως συνιστώνται για αρκετές εβδομάδες. Εάν ο καρδιολογικός έλεγχος είναι φυσιολογικός στις 6-8 εβδομάδες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, τότε τα μακροπρόθεσμα καρδιακά προβλήματα θεωρείται απίθανο να αναπτυχθούν. Μακροπρόθεσμη παρακολούθηση μπορεί να χρειαστεί αν ανιχνευθεί ανεύρυσμα που επιμένει.

Συνήθως η νόσος Κawasaki αντιμετωπίζεται από τον γενικό παιδίατρο. Ωστόσο, σε περιπτώσεις δυσκολίας στη διάγνωση, παρατεταμένης υποτροπιάζουσας νόσου ή εκδήλωσης επιπλοκών πέραν της προσβολής της καρδιάς (προσβολή άλλων αγγείων του σώματος) είναι απαραίτητη η εκτίμηση από παιδορευματολόγο. Ο παιδορευματολογός θα συμβάλει στη διάγνωση τόσο της νόσου Kawasaki, όσο και πιθανόν επιπλοκών πέραν της καρδιάς και μπορεί να προτείνει τη χρήση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων με τα οποία θα ελεγχθεί η νόσος, ειδικά επί αποτυχίας ελέγχου των συμπτωμάτων με IVIG.

Η αγγειίτιδα είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για μια ομάδα σπάνιων ασθενειών που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τη φλεγμονή των αγγείων, πιο συχνά των αρτηριών και λιγότερα συχνά των φλεβών. Η συχνότητα των αγγειιτίδων στην παιδική ηλικία είναι άγνωστη και υπολογίζεται ότι αντιπροσωπεύουν το 1-6% των παιδορευματολογικών νοσημάτων. Υπάρχουν πολλοί τύποι αγγειίτιδας και ποικίλουν σε μεγάλο βαθμό στα συμπτώματα, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια. Η αγγειίτιδα επηρεάζει άτομα και των δύο φύλων και όλων των ηλικιών. Στα παιδιά οι δύο πιο συχνές αγγειίτιδες είναι η Πορφύρα Henoch – Schonlein και η νόσος Kawasaki, για τις οποίες συζητάμε σε άλλα άρθρα.

Σε γενικές γραμμές πρόκειται για σπάνια νοσήματα των οποίων οι αιτίες δεν είναι γνωστές. Θεωρούνται αυτοάνοσες παθήσεις, που σημαίνει ότι το σώμα δέχεται επίθεση από το δικό του ανοσοποιητικό σύστημα. Συγκεκριμένα στις αγγειίτιδες, το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στα αιμοφόρα αγγεία. Ορισμένες περιπτώσεις αγγειίτιδας προκαλούνται από συγκεκριμένες χρόνιες λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένης της ηπατίτιδας C ή του ιού της ηπατίτιδας Β, αλλά για όλες τις υπόλοιπες, δεν είναι γνωστή η αιτία. Σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελούν εκδήλωση άλλων ρευματικών νοσημάτων όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος ή η ρευματοειδής αρθρίτιδα.

Από τη στιγμή που έχουμε αγγεία σε όλο το σώμα μας, οι αγγειίτιδες μπορεί να προσβάλουν οποιοδήποτε όργανο του σώματος όπως: δέρμα, πνεύμονες, νεφροί, καρδιά, εγκέφαλος, έντερο κλπ. Ακολούθως, οι κλινικές εκδηλώσεις ως αποτέλεσμα της μειωμένης ροής αίματος, λόγω της φλεγμονής των αγγείων, έχουν ευρύ φάσμα: πυρετό, πορφυρικό εξάνθημα, οζίδια, έλκη δέρματος, δύσπνοια, αιμόπτυση, υπέρταση, νευρολογικές εκδηλώσεις, μυαλγίες, αρθρίτιδες. Οι σοβαρότητα των εκδηλώσεων ποικίλλει από ήπιες ως πολύ σοβαρές.

H κατηγοριοποίηση των αγγειιτίδων μπορεί να γίνει με βάση την αιτιολογία, την παθογένεση, την ιστολογία ή τις κλινικές εκδηλώσεις, ωστόσο μια πρώτη και εύκολα κατανοήτη κατηγοριοποίηση μπορεί να γίνει με βάσει το μέγεθος των προσβεβλημένων αγγείων. Έτσι οι αγγειίτιδες διακρίνονται σε μικρού, μεσαίου και μεγάλου μεγέθους.  Αυτή η ταξινόμηση έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διαγνωστική προσέγγιση. Ανάλογα με τον τύπο της αγγειίιτιδας που υποψιαζόμαστε θα ζητήσουμε είτε τη διενέργεια βιοψίας, δηλαδή τη χειρουργική αφαίρεση ενός μικρού τεμαχίου ιστού για έλεγχο κάτω από μικροσκόπιο, είτε μια αγγείογραφία δηλαδή ειδική ακτινολογική εξέταση για την αναζήτηση ανωμαλιών στα αιμοφόρα αγγεία. Για να εντοπιστεί αγγειίτιδα μικρών μεγέθους αγγείων, συχνά απαιτείται βιοψία, σε όργανα όπως το δέρμα ή οι νεφροί. Η ανίχνευση αγγειίτιδας μεσαίου αγγείου γίνεται είτε με βιοψία είτε με αγγειογραφία. Η αγγειογραφία είναι επίσης η δοκιμή που συχνά βρίσκει αγγειίτιδα μεγάλων αγγείων.

Οι ασθενείς με αγγειίτιδα έχουν ευρήματα από τις εξετάσεις αίματος ενδεικτικά της πάθησης (π.χ. υψηλούς δείκτες φλεγμονής), χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη εξέταση αίματος που να βάζει τη διάγνωση. Εξαίρεση αποτελεί η δοκιμασία ANCA (Αnti-Neutrophilic Cytoplasmic Antibodies – αντισώματα έναντι του κυτταροπλάσματος των ουδετεροφίλων), η οποία είναι θετική σε μια μερίδα ασθενών με συγκεκριμένους τύπους αγγειίτιδας, τις λεγόμενες ANCA αγγειίτιδες: κοκκιωμάτωση με πολυαγγειίιτιδα (Wegener’s), μικροσκοπική πολυαγγειίτιδα και ηωσινοφιλική κοκκιωμάτωση με πολυαγγειίτιδα (Churg-Strauss). Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι όποιος ασθενής είναι θετικός για τη δοκιμασία ANCA έχει αγγειίτιδα, καθότι το τεστ μπορεί να είναι θετικό σε άλλα νοσήματα ή είναι θετικό χωρίς αυτό να διαγνωστικό κάποιου νοσήματος.

Παρακάτω θα περιγράψουμε εν συντομία την κλινική εικόνα των πιο συχνών μορφών αγγειίτιδας ξεκινώντας από τις μικρου μεγέθους αγγειίτιδες. Αυτές είναι:

Η Κοκκιωμάτωση με Πολυαγγειίτιδα (GPA, Granulomatosis with Polyangiitis, πρώην κοκκιωμάτωση Wegener) συνήθως εκδηλώνεται κατά τη δεύτερη δεκαετία της ζωής. Οι κλινικές της εκδηλώσεις περιλαμβάνουν εκτός από τις γενικές εκδηλώσεις όπως πυρετός, εξάνθημα και αρθραλγίες,  βλάβες του στόματος, της μύτης ή των παραρρινίων κόλπων, αιμόπτυση, ευρήματα στην ακτινογραφία ή αξονική θώρακα και αιματουρία/πρωτεϊνουρία. Για τη διάγνωση είναι πολύ σημαντική η βιοψία του πάσχοντος ιστού. Εδώ το ANCA τέστ είναι θετικό σε μεγάλο ποσοστό των ασθενών.

Η μικροσκοπική πολυαγγειίτιδα (MPA) μοιάζει αρκετά με την GPA και εκδηλώνεται με γενικά συμπτώματα όπως πυρετός, εξάνθημα, κόπωση  αλλά και συμπτώματα από το αναπνευστικό, νεφρούς ή το γαστρεντερικό. Η διαφορική διάγνωση από την GPA είναι πολλές φορές δύσκολη. Εδώ επίσης η βιοψία είναι σημαντική και το ANCA τεστ είναι επίσης συχνά θετικό.

Η Ηωσινοφιλική Κοκκιωμάτωση με Πολυαγγειίτιδα (ΕGPA, eosinophilic granulomatosis with polyangiitis, νόσος Churg-Strauss) είναι πολύ σπάνια στην παιδική ηλικία και στην βιβλιογραφία έχουν περιγραφεί πολύ λίγα περιστατικά σε παιδιά. Εκδηλώνεται με τη μορφή χρόνιων συμπτωμάτων άσθματος,αλλεργικής ρινίτιδας, ρινικών πολυπόδων ή παραρρινοκολπίτιδας με διαρκή επιδείνωση. Άλλες εκδηλώσεις είναι μονονευροπάθεια ή πολυνευροπάθεια, δερματικές βλάβες, νεφρικές βλάβες και καρδιακή βλάβες που αποτελούν και τη συχνότερη αιτία θανάτου. Ηωσινοφιλία, υψηλά επιπέδα IgE, υψηλοί δείκτες φλεγμονής και πνευμονικές διηθήσεις είναι χαρακτηριστικά ευρήματα.

Χαρακτηριστικό της νόσου της σπειραματικής βασικής μεμβράνης (γνωστής και ως Goodpasture), είναι συγκεριμένα αντισώματα που ονομάζονται (αντι-GBM, Glomerular Basement Membrane) και τα οποία προσβάλουν δομές των νεφρών και των πνευμόνων. Οι κλινικές εκδηλώσεις είναι όμοιες με την MPA με εκδηλώσεις από τους νεφρούς και τους πνεύμονες όπως π.χ. αιματουρία ή αιμόπτυση. Φυσικά και εδώ η βιοψία ιστού είναι πολύ σημαντική για τη διάγνωση.

Η κνιδωτική αγγειίτιδα είναι σπάνια στα παιδιά και χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζοντα επεισόδια κνίδωσης, δηλαδή την εμφάνιση βλαβών του δέρματος όμοιες με αυτές που παρατηρούνται σε μια αλλεργική αντίδραση. Η διάρκεια των δερματικών βλαβών είναι μικρότερη από 24 ώρες και χαρακτηρίζεται από λύση των αγγειακών βλαβών σε 2-4 ημέρες, αφήνωντας πίσω μια υπέρχρωση του δέρματος η οποία εξαφανίζεται λίγες μέρες μετά. Μπορεί να εμφανίζεται μόνο με βλάβες του δέρματος ή να εκδηλώνεται στα πλάισια άλλων νοσημάτων όπως ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος ή το σύνδρομο Sjogren. Οι κλινικές εκδηλώσεις είναι είτε μεμονωμένες από το δέρμα ή συστηματικές με τη μορφή αρθρίτιδας, προσβολής των νεφρών ή φλεγμονής των ματιών.

Στις αγγειίτιδες μικρού μεγέθους αγγείων συμπεριλαμβάνεται και η πορφύρα Henoch – Schonlein για την οποία μπορείτε να βρείτε περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Στις αγγειίτιδες μεσαίου μεγέθους συμπεριλαμβάνεται η οζώδης πολυαρτηριίτιδα και η νόσος Kawasaki (περισσότερες πληροφορίες εδώ). 

οζώδης πολυαρτηριίτιδα εκδηλώνεται με γενικά συμπτώματα όπως πυρετός, απώλεια βάρους, δερματικό εξάνθημα, αρθραλγίες, μυαλγίες ή αρθρίτιδα. Ακριβώς επειδή πρόκειται για αγγειίτιδα μεσαίου μεγέθους αγγείων, προσβαλλονται αγγεια όπως η νεφρική αρτηρία, τα αγγεία του εντέρου, οι αρτηρίες των χεριών και των ποδιών. Οπότε συμπτώματα τα οποία παρατηρούνται είναι υπέρταση, κοιλιακό άλγος ή πόνος στα χέρια και τα πόδια αντίστοιχα. Πολύ συχνή είναι η ύπαρξη δερματικού εξανθήματος. Σε αυτή τη μορφή αγγειίτιδας συχνά είναι απαραίτητη τόσο η διενέργεια βιοψίας όσο και η αγγειογραφία.

Η δερματική οζώδης πολυαρτηριίτιδα διαφέρει σημαντικά από την οζώδη πολυαρτηρίτιδα. Εκδηλώνεται με πυρετό και επώδυνες, οζώδεις βλάβες κυρίως των κάτω άκρων. Η βιοψία είναι πολύ σημαντική για τη διάγνωση. Χαρακτηρίζεται από περιοδικές εξάρσεις και συχνά σχετίζεται με στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να εξελιχθεί σε οζώδη πολυαρτηρίτιδα όπως περιγράφεται παραπάνω

αρτηριίτιδα Takayasu είναι η μοναδική αγγειίτιδα μεγάλου μεγέθους αγγείων στα παιδιά. Εκτός από τα τα γενικά συμπτώματα του πυρετού, της απώλειας βάρους και της κόπωσης το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η προσβολή της αορτής ή/και των μεγάλων κλάδων της. Στα 2/3 των περιπτώσεων η προσβολή είναι υπερδιαφραγματική με εκδηλώσεις από το ΚΝΣ (ισχαιμικό εγκεφαλικό, συγκοπτικά επεισόδια) ή το καρδιαγγειακό (καρδιακή ισχαιμία, διαφορά στην αρτηριακή πίεση μεταξύ των άκρων, χωλότητα, έλλειψη σφυγμού) ενώ στο 1/3 των περιπτώσεων είναι υποδιαφραγματική και εκδηλώνεται με κοιλιακό άλγος, αιματοχεσία, φύσημα κοιλιακής αορτής ή υπέρταση. Η διάγνωση τίθεται με την επίδειξη αγγειογραφικών ανωμαλιών της αορτής ή των κλάδων της, ενώ συνυπάρχουν μειωμένος σφυγμός ή πόνος στα άνω ή κάτω άκρα, διαφορά αρτηριακής πίεσης μεταξύ των άκρων > 10 mmHg, φύσημα αορτής ή των κλάδων της, υπέρταση και αυξημένοι δείκτες φλεγμονής. Βασική εξέταση για τη διάγνωση της συγκεκριμένης μορφής αγγειίτιδας είναι η αγγειογραφία.

To σύνδρομο Cogan είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται απο προσβολή των οφθαλμών και της ακοής και σε κάποιες περιπτώσεις ταυτόχρονη συνύπαρξη αγγειίτιδας των μεγάλων αγγείων της καρδιάς.  Για τη διάγνωση είναι απαραίτητη η συνεκτίμηση από ΩΡΛ και οφθαλμίατρο για τον εντοπισμό των χαρακτηριστικών βλαβών στα αντίστοιχα όργανα. Οι οφθαλμικές βλάβες είναι αναστρέψιμες, ενώ η απώλεια της ακοής μπορεί να είναι πλήρης ή μερική.

Από τις αγγειίτιδες των μεμονωμένων οργάνων ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η πρωτοπαθής αγγειίτιδα του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (ΚΝΣ), δηλαδή η αγγειίτιδα που προσβάλει τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό. Είναι σπάνια στα παιδιά και μόνο λίγα περιστατικά έχουν περιγραφεί στην παγκόσμια βιβλιογραφία. Χαρακτηριστικό της νόσου είναι οι νευρολογικές ή ψυχιατρικές εκδηλώσεις με την κεφαλαλγία να είναι το πιο συχνό σύμπτωμα εν απουσία άλλων συστηματικών συμπτωμάτων. Άλλες εκδηλώσεις είναι σπασμοί, απώλεια όρασης και γνωσιακές αλλαγές. Πρόκειται είτε για αγγειίτιδα μικρών αγγείων η οποία μπορεί να διαγνωσθεί μόνο με βιοψία εγκεφάλου, είτε για αγγειίτιδα μεσαίου/μεγάλου μεγέθους αγγείων για την οποία είναι απαραίτητη η διενέργεια αγγειογραφίας. Η μεγάλη πρόκληση στους ασθενείς με αγγειίτιδα του ΚΝΣ είναι η διάκριση από άλλης αιτίας αγγειακές βλάβες, πολλαπλή σκλυρηνση, αυτοάνοσες εγκεφαλίτιδες, μεταβολικά νοσήματα κλπ. Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντική η συνεργάσια με παιδονευρολογο, τόσο για τη διάγνωση όσο και την παρακολούθηση της πορείας της νόσου μετά την έναρξη αγωγής.

Στις αγγειίτιδες, το δέρμα είναι ένα από τα πιο συχνά προσβαλόμενα όργανα του σώματος. Σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει μεμονωμένη προσβολή του δέρματος και τότε μιλάμε για δερματική αγγειίτιδα. Πολύ συχνά για την περιγραφή χρησιμοποιείται o όρος λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα δέρματος, που με απλά λόγια σημαίνει αγγειίτιδα μικρού μεγέθους αγγείων με διήθηση από ουδετερόφιλα. Πρόκειται για διάγνωση εξ αποκλεισμού που στην πράξη σημαίνει ότι προκείμενου να τεθεί η συγκεκριμένη διάγνωση θα πρέπει να αποκλειστούν άλλες παθήσεις που έχουν παρόμοια κλινική εικόνα όπως κάποιες από τις  αγγειίτιδες του περιγράφησαν παραπάνω ή άλλες παθήσεις όπως ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος.  Πολύ συχνά η διάγνωση θα τεθεί με βιοψία δέρματος.

Η θεραπεία για τις αγγειίτιδες (εδώ δεν αναφερόμαστε στην πορφύρα Henoch – Schonlein και τη νόσο Kawasaki) περιλαμβάνει κορτιζόνη και άλλα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα. Η κορτιζόνη αποτελεί σημαντικό μέρος της θεραπείας των περισσότερων μορφών αγγειίτιδας αφού επιτυγχάνει πολύ γρήγορα τη μείωση της φλεγμονής αλλά μπορεί να έχει μακροχρόνιες παρενέργειες αν χρησιμοποιηθεί για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Για αυτό το λόγο χρησιμοποιούνται άλλα φάρμακα των οποίων οι μακροχρόνιες παρενέργειες μπορεί να είναι λιγότερο σοβαρές από αυτές της κορτιζόνης, χωρίς όμως αυτές να λείπουν. Ενδεικτικά, χρησιμοποιούνται φάρμακα όπως η μεθοτρεξάτη, η αζαθειοπρίνη ή η μυκοφενολική μοφετίλη (MMF) καθώς και οι νεότεροι βιολογικοί παράγοντες (παράγοντες anti-TNF, anti – IL-6).  Τα φάρμακα αυτά θα χρησιμοποιηθούν για αρκετούς μήνες ή και χρόνια. Σε βαρύτερες περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί χρήση πιο ισχυρών ανοσοκατασταλτικών όπως η κυκλοφωσφαμίδη ή το Rituximab. Τόσο η επιλογή των φαρμάκων όσο και η δοσολογία ή η διάρκεια της θεραπείας εξαρτώνται από το είδος της αγγειίτιδας, τη βαρύτητα της νόσου και την προσβολή των οργάνων. Σε κάθε περίπτωση είναι ιδιαίτερα σημαντική η τακτική παρακολούθηση των ασθενών με αγγειίτιδες προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα συμπτώματα βρίσκονται σε ύφεση, γιατί πάντα υπάρχει η πιθανότητα μετά τον έλεγχο των συμπτωμάτων, να ακολουθήσει υποτροπή ακόμα και μετά από αρκέτα χρόνια. Για αυτό το λόγο τόσο ο ασθενής/οικογένεια όσο και ιατρός θα πρέπει να βρίσκονται σε εγρήγορση για πιθενή υποτροπή έχοντας υπόψιν ότι αυτά εκδηλώνονται οξέως ή σταδιακά, με παρόμοια ή συχνα διαφορετική κλινική εικόνα με προσβολή άλλου οργάνου.

Η νόσος Αδαμαντιάδη – Behcet είναι μια σπάνια διαταραχή που προκαλεί φλεγμονή των αιμοφόρων αγγείων σε όλο το σώμα. Για αυτό το λόγο η Νοσος Αδαμαντιάδη – Behcet ταξινομείται πλεόν ως αγγειίτιδα.  Η ασθένεια μπορεί να οδηγήσει σε πολλά σημεία και συμπτώματα που μπορεί να φαίνονται ανεξάρτητα στην αρχή αλλά στην πορεία μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι πρόκειται για τη νόσο Αδαμαντιάδη – Behcet.

Η νόσος Αδαμαντιάδη – Behcet στα παιδιά είναι το ίδιο συχνή σε αγόρια και κορίτσια, ενώ στους ενήλικες είναι πιο συχνή στους άντρες στους οποίους είναι και πιο σοβαρή. Η αιτία της νόσου δεν είναι γνωστή αλλά θεωρείται μια αυτοάνοση διαταραχή, που σημαίνει ότι το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού επιτίθεται λανθασμένα σε μερικά από τα υγιή κύτταρα του. Είναι πιθανό οι γενετικοί παράγοντες να παίζουν επίσης κάποιο ρόλο καθώς έχουν βρεθεί πολλά γονίδια που σχετίζονται με την ασθένεια ενώ όπως συμβαίνει και σε πολλά άλλα νοσήματα οι περιβαλλοντικές επιδράσεις έχουν κάποιο ρόλο.

Συμπτώματα 

Επώδυνα αφθώδη έλκη που είναι και το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της νόσου του Αδαμαντιάδη – Behcet. Αρχίζουν ως επηρμένες στρογγυλές βλάβες στο στόμα και τη γλώσσα που γρήγορα μετατρέπονται σε επώδυνη έλκη. Οι πληγές συνήθως επουλώνονται σε μία έως τρεις εβδομάδες αλλά υποτροπιάζουν.

Βλάβες στα γεννητικά όργανα όπου πρόκειται για έλκη που εμφανίζονται συνήθως στο όσχεο η το αιδοίο. Πρόκειται για οδυνηρές βλάβες οι οποίες επουλώνονται αφήνοντας ουλή ενώ επίσης μπορεί να υποτροπιάζουν.

Βλάβες στο δέρμα που μοιάζουν αυτές της ακμής στο σώμα (ψευδοθυλακίτιδα) ενώ κάποιο άλλοι ασθενείς μπορεί να αναπτύξουν ερυθρά οζίδια και ειδικά στα κάτω άκρα.

Φλεγμονή στο μάτι – μια κατάσταση που ονομάζεται ραγοειδίτιδα με χαρακτηριστικά της την ερυθρότητα, τον πόνο και τη θόλωση της όρασης.

Πόνος στις αρθρώσεις ή και αρθρίτιδα, κοιλιακός πόνος συνοδευόμενος από διάρροια ή και αίμα στα κόπρανα.

Φλεγμονή στον εγκέφαλο και στο νευρικό σύστημα που οδηγεί σε κεφαλαλγία ή άλλα νευρολογικά συμπτώματα.

Καθώς πρόκειται κατά βάση για φλεγμονή των αγγείων μπορεί να εμφανιστεί πόνος στα άκρα ή και άλλες βλάβες των αγγείων όπως π.χ. μια θρόμβωση.

Διάγνωση

Δεν υπάρχει κάποια διαγνωστική εξέταση που να βάζει οριστικά τη διάγνωση. H διάγνωση θα τεθεί με βάση τα κλινικά συμπτώματα τα οποία όπως αναφέρθηκε είναι υποτροπιάζοντα ενώ συνήθως πραγματοποιούμε εξετάσεις αίματος ή άλλες εξετάσεις προκειμένου να αποκλείσουμε άλλες παθήσεις ως αιτία των συμπτωμάτων.

Τα κριτήρια που έχουν τεθεί για τη διάγνωση της νόσου Αδαμαντιάδη – Behcet είναι τα παρακάτω:

Στοματικά έλκη τα οποία θα πρέπει να έχουν επανεμφανιστεί τουλάχιστον τρεις φορές σε 12 μήνες, και επιπλέον, δύο πρόσθετες ενδείξεις, όπως:

  1. Υποτροπιάζοντα έλκη στην περιοχή των γεννητικών οργάνων
  2. Φλεγμονή στα μάτια
  3. Χαρακτηριστικές δερματικές βλάβες
  4. Θετικό Pathergy test: Μία αποστειρωμένη βελόνα εισάγεται στο δέρμα σας και στη συνέχεια εξετάζουμε την περιοχή μία έως δύο ημέρες αργότερα. Εάν η δοκιμή είναι θετική, σχηματίζεται κάτω από το δέρμα μια μικρή κόκκινη περιοχή εκεί όπου εισήχθη η βελόνα. Αυτό υποδεικνύει ότι το ανοσοποιητικό σας σύστημα αντιδρά υπερβολικά σε μικρό τραυματισμό.

Θεραπεία

Δεν υπάρχει οριστική θεραπεία για τη νόσο Αδαμαντιάδη – Behcet. Σε ήπιες μορφές τη νόσου τα συμπτώματα μπορούν να αντιμετωπιστούν με τοπική αγωγή, όπως κρέμες στεροειδών ή στοματικά διαλύματα. Αυτά χρησιμοποιούνται στην περιοχή των βλαβών προκειμένου να μειωθεί η φλεγμονή και ο πόνος.

Εάν τα συμπτώματα είναι πιο σοβαρά απαιτείται συστηματική από του στόματος αγωγή. Το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο φάρμακο είναι η κολχικίνη που έχει ήπια ανοσοκατασταλτική δράση. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί η χρήση κορτιζόνης από του στόματος για μικρό χρονικό διάστημα.

Επί αδυναμίας ελέγχου των συμπτωμάτων μπορεί να απαιτηθεί μακροχρόνια χρήση άλλων ανοσοκατασταλτικών όπως η αζαθειοπρίνη ή βιολογικών παραγόντων (αντι – TNF).