Θεραπείες

Οι ενδοαρθρικές εγχύσεις κορτιζόνης είναι μια από τις αρχικές θεραπείες που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της Νεανικής Ιδιοπαθούς Αρθρίτιδας. Η διαδικασία είναι σύντομη και διαρκεί λίγα μόνο δευτερόλεπτα για κάθε άρθρωση, καθώς περιλαμβάνει την εισαγωγή βελόνης στην άρθρωση, την παρακέντηση αρθρικού υγρού εφόσον υπάρχει στην άρθρωση και την ένεση της κορτιζόνης. Όλα αυτά γίνονται αφού εξασφαλιστεί περιβάλλον αντισηψίας, δηλαδή γίνεται καθαρισμός του δέρματος ενώ χρησιμοποιούνται υλικά τα οποία είναι ελεύθερα μικροβίων.

Το μεγάλο πλεονέκτημα των ενδοαρθρικών εγχύσεων είναι η άμεση αντιμετώπιση της φλεγμονής στο σημείο της βλάβης, η μειωμένη συστηματική απορρόφηση του φαρμάκου και η αποφυγή χρήσης συστηματικής αγωγής. Έτσι αποφεύγουμε την ανάγκη για τακτικό εργαστηριακό έλεγχο και τις ανεπιθύμητες ενέργειες των ανοσοτροποποιητικών φαρμάκων, με κυριότερη την καταστολή του ανοσοποιητικού που αυξάνει τον κίνδυνο λοιμώξεων. Ακόμα και στις περιπτώσεις που ο ασθενής λαμβάνει ήδη συστηματική αγωγή και παρατηρηθεί έξαρση των συμπτωμάτων, μπορεί να πραγματοποιηθεί ενδοαρθρική έγχυση κορτιζόνης προκειμένου να αποφευχθεί η προσθήκη και άλλων φαρμάκων ή η τροποποίηση της συστηματικής αγωγής.

Εφόσον η έγχυση είναι πετυχημένη το θεραπευτικό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται πολύ γρήγορα, συνήθως εντός 24 – 48 ωρών.  Η κορτιζόνη που χρησιμοποιείται  για την έγχυση έχει την ιδιότητητα να παραμένει  στην άρθρωση για μεγάλο χρονικό διάστημα και για αυτό το λόγο των θεραπευτικό αποτέλεσμα συνήθως διαρκεί για πολλούς μήνες. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις έχει περιγραφεί και το αντίθετο αποτέλεσμα δηλαδή έξαρση της αρθρίτιδας αμέσως μετά την ένεση, η οποία όμως βελτιώνεται λίγες μέρες μετά. Εφόσον χρειαστεί, οι έγχυση σε μια άρθρωση μπορεί να πραγματοποιηθεί λίγες εβδομάδες ή μήνες μετά.

Κατά τη διάρκεια της έγχυσης οι ασθενείς θα πρέπει να παραμείνουν ακίνητοι, προκειμένου το φάρμακο να ενεθεί στο σωστό σημείο. Στην περίπτωση που η κορτιζόνη εγχυθεί εκτός της άρθρωσης υπάρχει κίνδυνος ατροφίας ή αποχρωματισμού του δέρματος ή και ατροφίας/ρήξης άλλων παρακείμενων ιστών, όπως οι τένοντες, οι μύες και το λίπος. Για αυτό το λόγο στα παιδιά η έγχυση διεθνώς γίνεται υπό σύντομη γενική αναισθησία – βαθύ ύπνο. Είναι διαθέσιμα πολλά διαφορετικά σκευάσματα κορτιζόνης για ενδοαρθρικές εγχύσεις. Η επιλογή εξαρτάται από το μέγεθος της άρθρωσης η της δομής που θα ενεθεί καθώς στις μικρότερες αρθρώσεις/δομές (π.χ. δάκτυλα, τένοντες) ύπαρχει μεγαλυτερος κίνδυνος πρόκλησης βλαβών από την κορτιζόνη.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος από τις ενδοαρθρικές εγχύσεις κορτιζόνης είναι η λοίμωξη της άρθρωσης, δηλαδή η πρόκληση σηπτικής αρθρίτιδας, η οποία χρήζει επείγουσας αντιμετώπισης. Πρόκειται για μια πολύ σπάνια επιπλοκή που έχει περιγραφεί στη διεθνή βιβλιογραφία για 1:50000 εγχύσεις. Ο κίνδυνος μειώνεται σημαντικά χάρη στη χρήση περιβάλλοντος αντισηψίας όπως περιγράφηκε παραπάνω.  Άλλες πιθανές επιπλοκές είναι ο πόνος μετά την έγχυση από τη στιγμή που εισάγουμε βελόνη στην άρθρωση. Σε σπάνιες περιπτώσεις η έγχυση μπορεί να μην επιτύχει το επιθυμητό θεραπευτικό αποτέλεσμα.

Η ακρίβεια των ενδοαρθρικών εγχύσεων αυξάνεται σημαντικά όταν πραγματοποιούνται με την καθοδήγηση υπερήχων, πάντα σε περιβάλλον αντισηψίας.  Αυτό σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της έγχυσης είμαστε σε θέση να βλέπουμε στην οθόνη την εισαγωγή της βελόνης, την παρακέντηση του αρθρικού υγρού και την έγχυση της κορτιζόνης. Μελέτες έχουν αποδείξει ότι η συγκέκριμένη μέθοδος εξασφαλίζει την ακριβέστερη τοποθέτηση βελόνης στο σωστό σημείο, την παρακέντηση μεγαλύτερης ποσότητας αρθρικού υγρού, την έγχυση του φαρμάκου στο επιθυμητό σημείο και τη μείωση του πόνου από την έγχυση και τη νόσο.

Η ακρίβεια της έγχυσης, οταν πραγματοποιηθεί με καθοδήγηση υπερήχου, αυξάνεται σημαντικά ακόμα και στις περιπτώσεις αρθρώσεων που είναι εύκολο να παρακεντηθούν όπως π.χ. το γόνατο. Συνεπώς, θα επιτευχθεί βέλτιστο θεραπευτικό αποτέλεσμα. Επίσης, καθίσταται δυνατή η έγχυση κορτιζόνης με ακρίβεια σε μικρότερες αρθρώσεις (π.χ. δάκτυλα) ή άλλες δομές (π.χ. τένοντες), μειώνοντας κατά αυτό τον τρόπο την πιθανότητα επιπλοκών.

Συνολικά, οι ενδοαρθρικές εγχύσεις κορτιζόνης έχουν το πλεονέκτημα της άμεσης θεραπείας της φλεγμονής, τοπικά και χωρίς την ανάγκη χρήσης από του στόματος ή ενέσιμων φαρμάκων. Η χρήση των υπερήχων για την καθοδήγηση της βελόνης στο σωστό σημείο βελτιώνει τη ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης θεραπευτικής επιλογής.

Τα γλυκοκορτικοειδή (κορτιζόνη) χρησιμοποιούνται για πολλές παθήσεις, συμπεριλαμβανομένης της Νεανικής Ιδιοπαθούς Αρθρίτιδας, του Συστηματικού Ερυθηματώδη Λύκου και άλλων παθήσεων. Είναι ισχυρά αντιφλεγμονώδη και μπορούν να μειώσουν γρήγορα το πρήξιμο και τον πόνο στις αρθρώσεις, το δέρμα και σε άλλες περιοχές του σώματος. Η κορτιζόνη καταστέλλει επίσης το ανοσοποιητικό σύστημα. Είναι παρόμοια με μια ορμόνη που ονομάζεται κορτιζόλη, η οποία παράγεται φυσικά από τα επινεφρίδια του οργανισμού μας. Η κορτιζόλη εμπλέκεται σε πολλές κυτταρικές λειτουργίες και είναι απαραίτητη για τη ζωή. Είναι γνωστή ως ορμόνη του “στρες” επειδή μας προετοιμάζει για αντιμετωπίσουμε καταστάσεις όπως το άγχος, η λοίμωξη ή ο κίνδυνος. Τα γλυκοκορτικοειδή μπορούν να δοθούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, όπως ταμπλέτες, σιρόπι, ενδομυικά, ενδοφλέβια, ως εισπνεόμενα (όπως στο άσθμα) , τοπικά στο δέρμα ή και ενδοαρθρικά. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά γλυκορτικοειδή και το καθένα έχει διαφορετική αντιφλεγμονώδη ισχύ (πρεδνιζόνη, μεθυλπρεδνιζολόνη, δεξαμεθαζόνη κ.α)

Είναι ασφαλή τα γλυκοκορτικοειδή; Είναι αυτό που χρησιμοποιούν παράνομα οι αθλητές για να βελτίωσουν τις επιδόσεις τους;

Τα γλυκοκορτικοειδή δεν είναι τα ίδια στεροειδή που χρησιμοποιούνται παράνομα από τους αθλητές. Αυτά είναι αναβολικά στεροειδή που χρησιμοποιούνται για την αύξηση της μυϊκής μάζας. Τα γλυκοκορτικοειδή  είναι πολύ ασφαλή στη χρήση όταν παρακολουθούνται στενά από τον γιατρό σας. Ωστόσο, μπορεί να έχουν μερικές σοβαρές παρενέργειες, ειδικά όταν χρησιμοποιούνται ακατάλληλα ή για μεγάλες χρονικές περιόδους. Στόχος μας είναι να χρησιμοποιήσουμε γλυκοκορτικοειδή για όσο το δυνατόν συντομότερη χρονική περίοδο.

Ορισμένες από τις παρενέργειες των γλυκοκορτικοειδών περιλαμβάνουν:

Βραχυπρόθεσμες παρενέργειες:

Ανοσοκαταστολή

Αυξημένη όρεξη και αύξηση βάρους

Πρήξιμο στο πρόσωπο και στο πίσω μέρος του λαιμού

Αϋπνία ή προβλήματα στον ύπνο

Ακμή

Ευερεθιστότητα και μεταβολές της διάθεσης

Αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα

Υψηλή αρτηριακή πίεση

Μακροπρόθεσμες παρενέργειες:

Γλαύκωμα και καταρράκτης των ματιών

Αραίωση της οστικής πυκνότητας και μεταβολές της αιμάτωσης των οστών που μπορεί να οδηγήσει σε βλάβες στα οστά

Μυϊκή αδυναμία

Αύξηση της γλυκόζης στο αίμα και αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη

Γαστρεντερικές διαταραχές

Υψηλή αρτηριακή πίεση

Καθυστερημένη επούλωση πληγών

Μώλωπες

Καθυστέρηση της ανάπτυξης

Ανωμαλίες της έμμηνου ρύσεως

Λέπτυνση και μεταβολές στο χρώμα δέρματος

Η λήψη γλυκοκορτικοειδών για περισσότερο από 1 εβδομάδα αναγκάζει το σώμα να σταματήσει ή να μειώσει το ρυθμό παραγωγής της φυσικής κορτιζόλης. Η απότομη διακοπή των γλυκοκορτικοειδών μπορεί να είναι απειλητική για τη ζωή, διότι ο οργανισμός δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε έκτακτες καταστάσεις όπως το άγχος ή μια ασθένεια. Για αυτό το λόγο αν έχετε λάβει γλυκοκορτικοειδή για περισσότερο από 1 εβδομάδα, συστήνουμε να μειώσετε τη δόση του φαρμάκου σταδιακά προτού το διακόψετε τελείως. Είναι φυσιολογικό να παρατηρήσετε ορισμένα αυξημένα συμπτώματα της νόσου σας μετά τη μείωση της δόσης των γλυκοκορτικοειδών. Εάν τα συμπτώματα διαρκούν για πολλές ημέρες θα πρέπει να επικοινωνήσετε με τον ιατρό σας.

Ενώ λαμβάνετε γλυκοκορτικοειδή θα πρέπει να παρακολουθούμε την πορεία σας και να δίνεται ιδιαίτερη σημασία στις παρακάτω λεπτομέρειες:

Ενημερώστε μας εάν έχετε πυρετό ή λοίμωξη

Μην ρυθμίζετε τη δόση γλυκοκορτικοειδών μόνοι σας και μη σταματάτε τα γλυκοκορτικοειδή σας ξαφνικά.

Μην λαμβάνετε κανένα ζωντανό εμβόλιο (ιλαρά, παρωτίτιδα, ερυθρά, ανεμευλογιά)

Πείτε μας εάν έχετε αλλαγές στην όραση.

Πείτε μας εάν αισθάνεστε εξαιρετικά καταθλιπτικοί ή λυπημένοι.

Πείτε μας εάν έχετε σοβαρό πόνο σε κάποιο μέρος του σώματός σας (π.χ. ισχίο).

Αυξήστε την πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D για να προστατέψετε τα οστά σας ενώ επί μακροχρόνιας χρήσης πολλές φορές απαιτείται η χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D και ασβεστίου. Ορισμένα τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε ασβέστιο περιλαμβάνουν το γάλα, το τυρί, το μπρόκολο, το σπανάκι, τα χόρτα, το λάχανο και τα ξηρά φασόλια. Ακριβώς επειδή είναι πολύ εύκολο να κερδίσετε βάρος όταν λαμβάνεται στεροειδή θα πρέπει να προσπαθήσετε να ακολουθείται μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε αλάτι, λιπαρά και υδατάνθρακες. Παραμείνετε δραστήριοι για να διατηρείτε υγιείς μύες και οστά. Το περπάτημα, το τρέξιμο και ο χορός θα σας κάνουν να νιώσετε καλύτερα.

Η υδροξυχλωροκίνη (Plaquenil) ταξινομείται ως φάρμακο κατά της ελονοσίας δηλαδή της τροπικής λοίμωξης που προκαλείται από τα κουνούπια. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η κινίνη μια ουσία που μοιάζει με την υδροξυχλωροκίνη διαπιστώθηκε ότι ήταν χρήσιμη στη θεραπεία του Συστηματικού Ερυθηματώδους Λύκου. Η υδροξυχλωροκίνη έχει λιγότερες παρενέργειες από την κινίνη και τώρα χρησιμοποιείται στη θεραπεία πολλών ρευματικών και αυτοάνοσων ασθενειών. Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό φάρμακο στη θεραπεία πολλών από τα συμπτώματα του δέρματος και των αρθρώσεων που εμφανίζονται στο Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο. Δεν είναι ακριβώς γνωστό πώς λειτουργεί αλλά φαίνεται να παρεμβαίνει στη λειτουργία των ανοσοποιητικών κυττάρων.

Ποιες είναι οι παρενέργειες;

Η υδροξυχλωροκίνη χρησιμοποιείται από τους ρευματολόγους για περισσότερα από 40 χρόνια και θεωρείται σχετικά ασφαλές φάρμακο. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν ναυτία και διάρροια, ειδικά όταν το φάρμακο ληφθεί για πρώτη φορά. Τα συμπτώματα αυτά βελτιώνονται μέσα σε λίγες μέρες έως μερικές εβδομάδες. Η λήψη με τροφή μπορεί να μειώσει αυτές τις παρενέργειες. Λιγότερο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι εξανθήματα, αραίωση μαλλιών και μυϊκή αδυναμία. Σπάνια, μια πιο σοβαρή παρενέργεια είναι η τοξικότητα στον αμφιβληστροειδή και η απώλεια της έγχρωμης όρασης, αλλά η στενή παρακολούθηση με τακτικές οφθαλμολογικές εξετάσεις μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο αυτό.

Τι πρέπει να ξέρετε για τα μάτια σας:

Η υδροξυχλωροκίνη μπορεί να εναποτεθεί στο μπροστινό μέρος του οφθαλμού που ονομάζεται κερατοειδής. Αυτό συνήθως αναστρέφεται μετά τη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής. Μπορεί επίσης να εναποτεθεί στο πίσω μέρος του ματιού που ονομάζεται αμφιβληστροειδής. Αυτές οι εναποθέσεις μπορούν να προκαλέσουν θολή όραση, δυσκολία στην ανάγνωση, φώτα που αναβοσβήνουν, τυφλά σημεία και αδυναμία διάκρισης των χρωμάτων. Εάν αυτές οι μεταβολές ανιχνευθούν νωρίς συνήθως βελτιώνονται μετά τη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής. Ωστόσο, εάν καθυστερήσει η αναγνώριση των συμπτωμάτων οι αλλοιώσεις αυτές μπορεί να είναι μόνιμες.

Η κολχικίνη είναι ένα φάρμακο το οποίο δρα μεταξύ άλλων στον τρόπο με τον οποίο κινούνται τα ουδετερόφιλα (ένας υποπληθυσμός λευκοκυττάρων) καθως και στην παραγωγή κάποιων μεσολαβητών της φλεγμόνης. Πρόκειται για ένα φάρμακο το οποίο χρησιμοποείται εδώ και χιλιετίες. Στους ενήλικες είναι ένα από τα σκευάσματα που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της ουρικής αρθρίτιδας, πάθησης ιδιαίτερα σπάνιας στα παιδιά.

Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στον Οικογενή Μεσογειακό Πυρετό, όπου είναι φάρμακο πρώτης εκλογής και σε άλλα νοσήματα όπως η νόσος Αδαμαντιάδη – Behcet, τα ιδιοπαθή στοματικά έλκη, η λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα του δέρματος, η εμμένουσα πορφύρα Henoch – Schönlein.

Η δόση της κολχικίνης κυμαίνεται από 0.5 ως 2.0 mg ημερησίως. Η κυριότερη ανεπιθύμητη ενέργεια είναι η πρόκληση γαστρεντερικών διαταραχών και κυρίως διαρροιών. Η συγκεκριμένη ανεπιθύμητη ενέργεια μπορεί να ελαττωθεί διαιρώντας σε 2 δόσεις την προβλεπόμενη ημερήσια δόση. Λιγότερο συχνά παρατηρείται καταστολή του μυελού των οστών, δηλαδή του οργάνου που είναι υπεύθυνο για την παραγωγή των κυττάρων του αίματος. Η κολχικίνη δεν θα πρέπει να συγχορηγείται με κάποια άλλα φάρμακα καθώς και χυμό grapefruitκαι αυτό διότι αυξάνονται τα επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα, με συνέπεια τοξικότητα. Για αυτό το λόγο όταν λαμβάνετε κολχικίνη και χρειάζεται να λάβετε ταυτόχρονα κάποιο άλλο φάρμακο καλό θα είναι να συμβουλευτείτε το γιατρό σας.

Η μεθοτρεξάτη είναι ένα φάρμακο που κάνει το ανοσοποιητικό σύστημα λιγότερο ενεργό με αποτέλεσμα να επιβραδύνει ή να σταματά τη φλεγμονή στις αρθρώσεις. Είναι ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα φάρμακα για τη θεραπεία της νεανικής ιδιοπαθούς αρθρίτιδας (ΝΙΑ), ενώ χρησιμοποιείται επίσης για τη θεραπεία άλλων ασθενειών που μπορεί να ωφεληθούν από τον έλεγχο του ανοσοποιητικού. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα. Σε πολύ υψηλότερες δόσεις, η μεθοτρεξάτη χρησιμοποιείται στη θεραπεία ορισμένων καρκίνων όπως η λευχαιμία.

Πώς λειτουργεί;

Η μεθοτρεξάτη ανήκει στην κατηγορία φαρμάκων που ονομάζονται “αντιρευματικά φάρμακα τροποποίησης της νόσου” ή DMARDs. Λειτουργεί με την παρεμπόδιση του μεταβολισμού του φυλικού οξέος και την παρεμπόδιση της σύνθεσης πουρινών. Αυτό επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο τα κύτταρα διαιρούνται. Έτσι έχει μεγαλύτερη επίδραση στα κύτταρα που διαιρούνται γρήγορα, όπως οι όγκοι, τα ενεργά κύτταρα του ανοσοποιητικού, τα κύτταρα στο γαστρεντερικό  σωλήνα, συμπεριλαμβανομένων του στόματος και του εντέρου, και τα κύτταρα τρίχας και τα κύτταρα του εμβρύου.

Πως χορηγείται;

Μπορεί να χορηγηθεί τόσο ως χάπι, είτε ως ένεση μία φορά κάθε εβδομάδα. Μπορεί να χρειαστούν 6-8 εβδομάδες προτού αρχίσουμε να βλέπουμε σημαντικά οφέλη από τη λήψη μεθοτρεξάτης.

Είναι η μεθοτρεξάτη ασφαλής;

Η μεθοτρεξάτη χρησιμοποιείται για τη θεραπεία παιδιών με αρθρίτιδα από τη δεκαετία του ’80. Αν και θεωρείται σχετικά ασφαλές φάρμακο μπορεί να έχει παρενέργειες. Επειδή επηρεάζει τα κύτταρα που διαχωρίζονται γρήγορα, οι περισσότερες παρενέργειες σχετίζονται με την κυτταρική διαίρεση.

Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι συνήθως ήπιες και μπορεί να περιλαμβάνουν: απώλεια όρεξης, ναυτία, έμετο και διάρροια

Μπορεί επίσης να εμφανιστούν πληγές στο στόμα, αραίωση μαλλιών και δέρμα ευαίσθητο στην ηλιακή έκθεση. Για αυτό το λόγο θα πρέπει να χρησιμοποιείται αντηλιακό κατά την έκθεση στον ήλιο.

Λιγότερο συχνές, αλλά πιο σοβαρές παρενέργειες μπορεί να είναι η αναιμία (χαμηλός αριθμός ερυθρών αιμοσφαιρίων), η φλεγμονή του ήπατος και η φλεγμονή του πνεύμονα. Όταν ένας ασθενής βρίσκεται σε αυτό το φάρμακο παρακολουθούμε τα επίπεδα του αίματός κάθε 2-3 μήνες για να ελέγχουμε τα νεφρά, το ήπαρ και την παραγωγή αίματος. Αυτό το διάστημα είναι πιο σύντομο κατά την έναρξη της αγωγής. Επειδή η μεθοτρεξάτη καταστέλλει το ανοσοποιητικό σύστημα, οι ασθενείς είναι πιο ευαίσθητοι στις λοιμώξεις.

Η κατανάλωση τροφών με υψηλή περιεκτικότητα σε φυλικό οξύ μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη αυτών των προβλημάτων. Ορισμένα τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε φυλικό οξύ περιλαμβάνουν εμπλουτισμένα δημητριακά, ψωμί ολικής αλέσεως, πορτοκάλια, μπανάνες, σπανάκι, μπρόκολο, σπαράγγια και κρόκους αυγών.

Εάν το φυλικό οξύ από τη διατροφή δεν είναι αρκετό, εναλλακτικά συστήνουμε πολυβιταμίνες που περιέχουν φυλικό οξύ. Εάν οι ανεπιθύμητες ενέργειές  είναι σοβαρές συνταγογραφούμε φυλικό οξύ.

Η Μεθοτρεξάτη αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Δεδομένου ότι ένα αναπτυσσόμενο έμβρυο αυξάνεται πολύ γρήγορα και η Μεθοτρεξάτη δρα στο ρυθμό πολλαπλασιασμού των κυττάρων, πρόκειται για ένα πολύ επικίνδυνο φάρμακο κατά την εγκυμοσύνη. Η συνέπεια μπορεί να προκαλέσει αποβολές και σοβαρές παραμορφώσεις στο αναπτυσσόμενο έμβρυο. Μια γυναίκα η οποία λαμβάνει Μεθοτρεξάτη και θέλει να μείνει έγκυος θα πρέπει να διακόψει το φάρμακο κάποιο χρονικό διάστημα πριν. Στην περίπτωση που έχει μείνει έγκυος ενώ παίρνει το φάρμακο θα πρέπει να ενημερώσει άμεσα το γυναικολόγο της. Αντίστοιχα, ένα άνδρας ο οποίος θέλει να τεκνοποιήσει θα πρέπει επίσης να διακόψει το φάρμακο κάποιους μήνες πριν.

Η Λεφλουνομίδη ανήκει στην κατηγορία φαρμάκων που ονομάζονται “αντιρευματικά φάρμακα τροποποίησης της νόσου” ή DMARDs. Είναι ένα φάρμακο το οποίο χρησιμοποιείται στην Παιδιατρική Ρευματολογία με τρόπο παρόμοιο με τη Μεθοτρεξάτη. Ωστόσο, ο μηχανισμός δράσης είναι διαφορετικός: πρόκειται για αναστολέα της σύνθεσης των πυριμιδινών. Αυτό επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο τα κύτταρα διαιρούνται. Έτσι έχει μεγαλύτερη επίδραση στα κύτταρα που διαιρούνται γρήγορα.

Πως χορηγείται;

Μπορεί να χορηγηθεί ως χάπι μία φορά την ημέρα. Μπορεί να χρειαστούν 6-8 εβδομάδες προτού αρχίσουμε να βλέπουμε σημαντικά οφέλη από τη λήψη Λεφλουνομίδης.

Η Λεφλουνομίδη χρησιμοποιείται για τη θεραπεία παιδιών με αρθρίτιδα μετά το 2005. Η εμπειρία με τη Λεφλουνομίδη στα παιδιά είναι πολύ μικρότερη σε σχέση με τη Μεθοτρεξάτη, όμως η αποτελεσματικότητα της Λεφλουνομίδης στη Νεανική Ιδιοπαθή Αρθρίτιδα είναι παρόμοια με αυτή της Μεθοτρεξάτης και πολλές φορές χρησιμοποιείται έναντι της Μεθοτρεξάτης.

Είναι η Λεφλουνομίδη ασφαλής;

Το προφίλ ασφαλείας είναι παρόμοιο με αυτό της Μεθοτρεξάτης με αντίστοιχες ανεπιθύμητες όπως ο αυξημένος κίνδυνος φλεγμονής του ήπατος, η καταστολή του ανοσοποιητικου και ο αυξημένος κίνδυνος λοιμώξεων. Δεν παρατηρούνται συχνά ανεπιθύμητες ενέργειες όπως ναυτία, έμετοι ή κόπωση, αλλά συνδέεται με την εμφάνιση διαρροιών κυρίως κατά την έναρξη της αγωγής και την εμφάνιση εξανθημάτων του δέρματος.

Λιγότερο συχνές, αλλά πιο σοβαρές παρενέργειες μπορεί να είναι η αναιμία (χαμηλός αριθμός ερυθρών αιμοσφαιρίων), η φλεγμονή του ήπατος.Όταν ένας ασθενής βρίσκεται σε αυτό το φάρμακο παρακολουθούμε τα επίπεδα του αίματός κάθε 2-3 μήνες για να ελέγχουμε τα νεφρά, το ήπαρ και την παραγωγή αίματος. Αυτό το διάστημα είναι πιο σύντομο κατά την έναρξη της αγωγής. Επειδή η λεφλουνομίδη καταστέλλει το ανοσοποιητικό σύστημα, οι ασθενείς είναι πιο ευαίσθητοι στις λοιμώξεις.

Η Λεφλουνομίδη αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Δεδομένου ότι ένα αναπτυσσόμενο έμβρυο αυξάνεται πολύ γρήγορα και η Λεφλουνομίδη δρα στο ρυθμό πολλαπλασιασμού των κυττάρων, πρόκειται για ένα πολύ επικίνδυνο φάρμακο κατά την εγκυμοσύνη. Η συνέπεια μπορεί να προκαλέσει αποβολές και σοβαρές παραμορφώσεις στο αναπτυσσόμενο έμβρυο. Μια γυναίκα η οποία λαμβάνει Λεφλουνομίδη και θέλει να μείνει έγκυος θα πρέπει να διακόψει το φάρμακο κάποιο χρονικό διάστημα πριν και να λάβει συγκεκριμένη αγωγή η οποία θα επιταχύνει την απομάκρυνση του φαρμάκου από το στόμα. Στην περίπτωση που έχει μείνει έγκυος ενώ παίρνει το φάρμακο θα πρέπει να ενημερώσει άμεσα το γυναικολόγο της. Αντίστοιχα, ένα άνδρας ο οποίος θέλει να τεκνοποιήσει θα πρέπει επίσης να διακόψει το φάρμακο κάποιους μήνες πριν.

Η σουλφασαλαζίνη είναι ένα φάρμακο που κατά κάποιο τρόπο μοιάζει με την ασπιρίνη αλλά έχει ανοσοτροποποιητικές ιδιότητες και για αυτό κατατάσσεται σε αυτή την κατηγορία φαρμάκων. Ο μηχανισμός δράσης παραμένει άγνωστος αλλά θεωρείται ότι δρα αφενός αναστέλλοντας την παραγωγή μεσολαβητών της φλεγμονής αφετέρου μειώνοντας το μικροβιακό φορτίο του εντέρου που σε κάποιες μορφές αρθρίτιδας θεωρείται ότι διαδραματίζει ρόλο στην παθογένεση της νόσου.

Παρότι είναι ένα φάρμακο εγκεκριμένο για τη Νεανική Αρθρίτιδα δε χρησιμοποιείται συχνά, ωστόσο χρησιμοποιείται πολύ συχνότερα στην Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Νόσο του Εντέρου. Χορηγείται καθημερινά σε 2 δόσεις από το στόμα με τη μορφή δισκίων. Οι ασθενείς ξεκινούν σε χαμηλή δόση, η οποία στη συνέχεια αυξάνεται ανά εβδομάδα μέχρι αυτή να φτάσει  στην επιθυμητή δοσολογία. Αντενδύκνειται σε ασθενείς με αλλέργια στις σουλφοναμίδες ή την ασπιρίνη καθώς και σε άτομα με ανεπάρκεια G6PD, που παρατηρείται αρκετά συχνά στον ελληνικό πληθυσμό.

Πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι οι γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία, διάρροιες). Συχνά παρατηρούνται εξανθήματα, στοματικές βλάβες και διαταραχές από το αίμα όπως ουδετεροπενία ή θρομβοπενία. Για αυτό το λόγο κατά τη λήψη της σουλφασαλαζίνης είναι απαραίτητος περιοδικός εργαστηριακός έλεγχος, συχνότερος τους πρώτους μήνες χορήγησης και ανά 3 μήνες στη συνέχεια.

Η αζαθειοπρίνη είναι ένα ανοσοτροποιητικό φάρμακο το οποίο κατατάσσεται στους αναστολείς σύνθεσης πουρινών (με απλά λόγια δομικό συστατικό του DNA). Σε επίπεδο ανοσοποιητικού αυτό μεταφράζεται σε μειωμένο πολλαπλασιασμό κυττάρων του ανοσοποιητικού και πιο συγκεκριμένα των Τ-λεμφοκυττάρων και Β-λεμφοκυττάρων με συνέπεια τη μειωμένη παραγωγή αυτοαντισωμάτων μεταξύ άλλων.

Χρησιμοποιείται πολύ συχνά σε ασθενείς με Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο, Αγγειίτιδες καθώς και σε φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου. Χορηγείται με τη μορφή δισκίων από του στόματος σε μία ή σε 2 δόσεις ημερησίως.

Συχνά, προ της έναρξης της Αζαθειοπρίνης θα σας ζητηθεί η διενέργεια μια εξέτασης αίματος που λέγεται TPMT  (ThioPurine MethylTransferase). H συγκεκριμένη εξέταση μετράει στο αίμα τη δραστικότητα ενός ενζύμου (του TPMT), το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεταβολισμό της Αζαθειοπρίνης. Οι ασθενείς οι οποίοι έχουν χαμηλά επίπεδα δραστικότητας του συγκεκριμένου ενζύμου δεν είναι καλοί υποψήφιοι για τη χρήση του φαρμάκου και αυτό διότι δεν είναι σε θέση να το μεταβολίσουν, με συνέπεια τα επίπεδα αυτού να συσσωρεύονται σε τοξικά για τον οργανισμό επίπεδα. Συνεπώς, σε αυτούς τους ασθενείς ο κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών είναι σημαντικά μεγαλύτερος.

Οι κυριότερες ανεπιθύμητες ενέργειες της Αζαθειοπρίνης είναι γαστρεντερικές διαταραχές, ηπατοτοξικότητα, νεφροτοξικότητα, παγκρεατίτιδα, αλλεργικές αντιδράσεις και σε κάποιους λίγους ασθενείς καταστολή του μυελού των οστών, δηλαδή του οργάνου παραγωγής αίματος.

Αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι και ο λόγος που οι ασθενείς που λαμβάνουν Αζαθειοπρίνη πρέπει ανά τακτά χρονικά διαστήματα να υποβάλλονται σε εξετάσεις αίματος, συχνά κατά την έναρξη χορήγησης του φαρμάκου, και λιγότερο συχνά στη συνέχεια.

Η Μυκοφαινολική Μοφετίλη (MMF) είναι ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για την καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος σε διαταραχές, όπως ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος, η Δερματομυοσίτιδα ή το Σκληρόδερμα. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε στις μεταμοσχεύσεις οργάνων για να αποτρέψει την απόρριψη του νέου οργάνου και χρησιμοποιείται για αυτό το σκοπό από το 1995.

Η πιο συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια του MMF είναι η ναυτία και η διάρροια. Για να αποφευχθεί αυτό, ξεκινάμε το φάρμακο σε χαμηλή δόση, αυξάνοντάς τη σταδιακά, ώστε το σώμα σας να προσαρμοστεί στο φάρμακο. Μπορεί μερικές φορές να προκαλέσει πονοκεφάλους, μούδιασμα ή πρήξιμο στα χέρια ή στα πόδια σας.

Όπως κάθε φάρμακο που καταστέλλει το ανοσοποιητικό σας σύστημα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η λοίμωξη. Θα πρέπει να ενημερώσετε το γιατρό σας εάν αναπτύξετε πυρετό πάνω από 38 C, πονόλαιμο, βήχα, επώδυνη ούρηση, εξάνθημα ή έχετε ανοιχτές πληγές.

Άλλες πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν:

Αλλεργική αντίδραση με εξάνθημα, δυσκολία στην αναπνοή, πρήξιμο του προσώπου, των χειλιών ή της γλώσσας.

Εύκολοι μώλωπες ή αιμορραγία: Ενημερώστε μας εάν έχετε παρατεταμένες αιμορραγίες ή ρινορραγίες, σημαντική αιμορραγία όταν βουρτσίζετε τα δόντια σας, αίμα στα ούρα ή τα κόπρανα, αίμα στο βήχα.

Έχουν επίσης περιγραφεί ζάλη, αίσθημα αδυναμίας, αυξημένη αρτηριακή πίεση.

Θα πρέπει να κάνουμε τακτικά εξετάσεις αίματος για να βεβαιωθούμε ότι ο αριθμός των κυττάρων του αίματος σας δεν είναι πολύ χαμηλός.

Θα πρέπει να λαμβάνεται το ΜMF με άδειο στομάχι 1 ώρα πριν το γεύμα σας ή 2 ώρες μετά το γεύμα σας. Ποτέ μην συνθλίβετε, σπάτε ή μασάτε το φάρμακο. Εάν η κατάποση ενός χαπιού είναι δύσκολη, ίσως χρειαστεί να προετοιμαστεί ένα υγρό παρασκεύασμα σε συνεργασία με το φαρμακείο εφόσον υπάρχει η δυνατότητα. Μην πάρετε διπλή δόση αν παραλείψετε μια δόση. Απλώς πάρτε την επόμενη δόση μόλις το θυμηθείτε. Μην μείνετε έγκυος ενώ παίρνετε αυτό το φάρμακο. Αυτό το φάρμακο μπορεί να προκαλέσει σοβαρά γενετικά ελαττώματα στο νεογνό/βρέφος. Χρησιμοποιήστε αντηλιακό καθώς έχουν περιγραφεί περιπτώσεις υπερευαισθησίας του δέρματος κατά την ηλιακή έκθεση.

H IVIG (IntraVenous Immunoglobulin – ενδοφλέβια γ-σφαιρίνη) είναι προϊόν αίματος που λαμβάνεται από την ανάμειξη πλάσματος, δηλαδή ενός συστατικού του αίματος, από αρκετές χιλιάδες κατάλληλους δότες αίματος. Το βασικό της συστατικό είναι η ανοσοσφαιρίνη IgG, ενώ μπορεί να περιέχει και ανοσοσφαιρίνες από άλλες τάξεις (π.χ. IgM, IgA κλπ). Χρησιμοποιείται για άτομα που έχουν ανοσολογική ανεπάρκεια ή κάποια αυτό-άνοση ασθένεια. Όταν οι άνθρωποι λαμβάνουν IVIG για ανεπάρκεια ανοσοσφαιρινών, η IVIG τους προμηθεύει με αντισώματα IgG για να βοηθήσουν στην καταπολέμηση της μόλυνσης και την τόνωση τους ανοσοποιητικού συστήματος. Όταν οι άνθρωποι λαμβάνουν IVIG για ένα αυτό-άνοσο νόσημα, πιστεύεται ότι ο μηχανισμός αφορά αναπροσαρμογή τμημάτων του ανοσοποιητικού συστήματος που «προσβάλλουν» το σώμα.

Πώς χορηγείται η IVIG;

Το IVIG μπορεί να χορηγηθεί ως ενδοφλέβια έγχυση. Η έγχυση συνήθως διαρκεί 6 – 12 ώρες. Οι ασθενείς επιστρέφουν αμέσως μετά στο σπίτι. Κατά τη διάρκεια της έγχυσης, το νοσηλευτικό προσωπικό θα παρακολουθεί προσεκτικά το παιδί σας.

Μπορεί να υπάρξει αντίδραση στην IVIG;

Μερικοί ασθενείς μπορεί να παρουσιάσουν αντιδράσεις στην IVIG. Οι περισσότερες αντιδράσεις ή προβλήματα εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της έγχυσης λόγω αλληλεπίδρασης αντισωμάτων. Μερικές φορές, οι ασθενείς μπορεί να έχουν πρόβλημα αργότερα, εντός 2-3 ημερών. Σημάδια ή συμπτώματα που μπορεί να εμφανιστούν κατά τη διάρκεια της έγχυσης και μέχρι 3 ημέρες μετά περιλαμβάνουν: πυρετός, κνίδωση ή εξάνθημα, κεφαλαλγία, ναυτία και / ή έμετο, πόνος στους μύες και στις αρθρώσεις και κόπωση.

Για να αποτρέψουμε τις αντιδράσεις, μπορούμε να χορηγήσουμε παρακεταμόλη, αντι-ισταμινικά και ενδεχομένως IV κορτιζόνη πριν αρχίσουμε την έγχυση IVIG. Ο ρυθμός της έγχυσης αυξάνεται αργά μέχρις ότου επιτευχθεί ο μέγιστος ρυθμός που γνωρίζουμε ότι το παιδί σας ανέχεται το φάρμακο χωρίς πρόβλημα.

Προκειμένου να περιορίσετε τα συμπτώματα που μπορεί να ακολουθήσουν την έγχυση ενθαρρύνετε την πρόληψη επαρκούς ποσότητας υγρών, χορηγήστε παρακεταμόλη ή ιβουπροφαίνη (Algofren) για κεφαλαλγία ή μυϊκούς πόνους ή επί εξανθήματος αντι-ισταμινικά. Γενικώς, συνιστούμε ανάπαυση για το υπόλοιπο της ημέρας και επιστροφή σε όλες τις κανονικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένου του σχολείου και του αθλητισμού την επόμενη μέρα.

Ενημερώστε το γιατρό σας αν το παιδί σας αναπτύξει, έντονο κοιλιακό πόνο ή εμετούς, πυρετό πάνω από 38.5 C που δεν ανταποκρίνεται στα αντιπυρετικά, εξάνθημα που δεν ανταποκρίνονται στα αντι-ισταμινικά ή σοβαρό πονοκέφαλο.

H Κυκλοφωσφαμίδη είναι ένα πολύ ισχυρό φάρμακο το οποίο χρησιμοποιείται τόσο ως ανοσοτροποποιητικός παράγοντας όσο και στις χημειοθεραπείες. Καταστρέφει ολοκληρωτικά τα λευκοκυττάρα δεσμευόμενη στο DNA τους. Αυτός ακριβώς είναι ο μηχανισμός δράσης του φαρμάκου στο ανοσοποιητικό αφού τα λευκοκύτταρα εμπλέκονται στους μηχανισμούς των αυτοάνοσων νοσημάτων. Με τον τρόπο αυτό καταστέλεται η ανοσολογική αντίδραση και ελέγχονται τα συμπτώματα του νοσήματος.

Η Κυκλωφωσφαμίδη χρησιμοποιείται σε παθήσεις όπως ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος, η Νεανική Δερματομυοσίτιδα, οι Αγγειίτιδες και το Συστηματικό Σκληρόδερμα κ.α. προκειμένου να αντιμετωπιστούν σοβαρές κλινικές εκδηλώσεις αυτών των νοσημάτων. Η χορηγούμενη δόση είναι σημαντικά μικρότερη σε σχέση με την αντίστοιχη που χρησιμοποιείται στις χημειοθεραπείες. Στην παιδιατρική ρευματολογία το φάρμακο χρησιμοποιείται με τη μορφή ενδοφλέβιων εγχύσεων, ανά 2 – 4 εβδομάδες, ανάλογα με το σχήμα που έχει επιλέξει ο γιατρός σας. Συνήθως, αυτό θα γίνει για 6 – 12 μήνες, κάτι που εξαρτάται από τον τύπο του νοσήματος και τα όργανα που έχουν προσβληθεί.

Οι κυριότερες ανεπιθύμητες ενέργειες της θεραπείας με Κυκλοφωσφαμίδη είναι η ναυτία/έμετοι όπως συμβαίνει με τα χημειοθεραπευτικά, η αναστρέψιμη απώλεια μαλλιών, ο αυξημένος κίνδυνος λοιμώξεων αφού πρόκειται για ισχυρό ανοσοκατασταλτικό και η φλεγμονή της ουροδόχου κύστης (αιμορραγική κυστίτιδα). Για το λόγο αυτό η κυκλοφωσφαμίδη συγχορηγείται μαζί με μεγάλες ποσότητες ενδοφλέβιων υγρών και μαζί με ένα φάρμακο που λέγεται Μέσνα, το οποίο προστατεύει την ουροδόχο κύστη από την τοξικότητα του φαρμάκου. Ένας άλλος κίνδυνος της χορήγησης του φαρμάκου είναι η πρόκληση υπογονιμότητας σε έφηβες και έφηβους.  Δυνητικά υπάρχει κίνδυνος πρόωρης εμμηνόπαυσης στα κορίτσια καθότι καταστρέφεται μέρος από το ωοθηκικό απόθεμα. Ως μέτρο μπορεί να χρησιμοποιηθεί η κατάψυξη σπέρματος για εφήβους και η χορήγηση ειδικής ορμονοθεραπείας στις έφηβες. Τέλος, η χορήγηση του φαρμάκου έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο κακοηθειών.

Παρότι οι ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου είναι πολλές και ισχυρές το όφελος από τη χρήση του σε ασθενείς με σοβαρές κλινικές εκδηλώσεις είναι σωτήριο, και σίγουρα υπερβαίνει τους κινδύνους.

Οι παράγοντες anti – TNF προσδένουν την προφλεγμονώδη κυτταροκίνη TNF – α, η οποία είναι σημαντική σε πολλά μονοπάτια της φλεγμονής. Ο όρος TNF αντιστοιχεί στο Tumor Necrosis Factor, που σημαίνει παράγοντας νέκρωσης των όγκων, όνομα το οποίο προκύπτει από το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πρωτεΐνη σε πολύ μεγαλές συγκεντρώσεις μπορεί να καταστρέψει καρκινικά κύτταρα. Παρόλα αυτά έχει διαπιστωθεί ότι η συγκεκριμένη κυτταροκίνη (μεσολαβητής της φλεγμονής) παράγεται από πολλά κύτταρα του ανοσοποιητικού σε σαφώς μικρότερες ποσότητες και εμπλέκεται στους μηχανσιμούς της φλεγμονής.

Πρόκειται λοιπόν για μια κατηγορία φαρμάκων τα οποία ανήκουν στους λεγόμενους βιολογικούς παράγοντες. Είναι φάρμακα/πρωτεΐνες οι οποίες παράγονται με τις νέες βιοτεχνολογίες από ζώντες οργανισμούς ή περιέχουν συστατικά ζώντων οργανισμών. Συνεπώς, ο όρος ‘’βιολογικός’’ δεν έχει καμία σχέση με τα ‘’βιολογικά’’ προΐοντα που συνταντούμε στην καθημερινότητά μας. Το πλεονέκτημά τους είναι ότι στοχεύουν συγκεκριμένα σημεία του ανοσοποιητικού που συμμετέχουν στα μονοπάτια της φλεγμονής. Ελέγχοντας αυτά τα σημεία επιτυγχάνεται ο έλεγχος της φλεγμονής, η κύρια αίτια των συμπτωμάτων στα χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα όπως π.χ. είναι η αρθρίτιδα. Πρόκειται για ιδιαιτέρως αποτελεσματικά φάρμακα τα οποία έχουν αλλάξει τη φυσική πορεία των Ρευματολογικών νοσημάτων και έχουν βελτιώσει ιδιαίτερα την ποιότητα ζωής και την πρόγνωση των ασθενών.

Οι παράγοντες anti – TNF είναι μια ομάδα φαρμάκων που περιλαμβάνει το Etanercept (Enbrel), Adalimumab (Humira), Infliximab (Remicade), Golimumab (Simponi) και Certolizumab pegol (Cimzia). Από αυτά τα φάρμακα το Etanercept (Enbrel), Adalimumab (Humira) και Infliximab (Remicade) χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε παιδιά ενώ η χρήση του Golimumab (Simponi) είναι υπό μελέτη.

Κάθε ένα από αυτά τα φάρμακα αν και δρουν επί του TNF – α έχουν διαφορετική δομή, φαρμακοκινητική, οδό χορήγησης και αποτελεσματικότητα. Συνεπώς, το καθένα από αυτά έχει συγκεκριμένες ενδείξεις για τις οποίες έχει αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα και για τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Δηλαδή, η επιλογή του παράγοντα anti – TNF σε κάθε περίπτωση εξαρτάται από το υποκείμενο νόσημα και δεν είναι όλα τα φάρμακα κατάλληλα για όλες τις παθήσεις στις οποίες ενάς anti-TNF παράγοντας είναι αποτελεσματικός. Η κατηγορία αυτών των φαρμάκων ενδεικτικά χορηγείται σε παιδιά με Νεανική Ιδιοπαθή Αρθρίτιδα, Ραγοειδίτιδα (φλεγμονή του οφθαλμού), Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Νόσο του Εντέρου (Νόσος Crohn, ελκώδης κολίτιδα), Ψωρίαση αλλά και σε άλλα σπανιότερα νοσήματα όπως η νόσος Behcet, η Σαρκοείδωση, η Νεανική Δερματομυοσίτιδα και κάποιες μορφές Αγγειίτιδας.

Η λήψη των παραγόντων anti – TNF συνεπάγεται την καταστολή της λειτουργίας του ανοσοποιητικού. Συχνά, τα φάρμακα αυτά συγχορηγούνται με τη Μεθοτρεξάτη, και φαίνεται ότι ο κίνδυνος σοβαρότερων λοιμώξεων είναι σχετικά μεγαλύτερος, χωρίς όμως να αυξάνεται σημαντικά.  Παρόλα αυτά, συμβουλεύουμε τους ασθενείς που λαμβάνουν αυτά τα φάρμακα να ιδίαιτερα προσεκτικοί και να αναφέρουν όλα τα συμπτώματα στο γιατρό τους προκειμένου να προληφθεί το ενδεχόμενο σοβαρών λοιμώξεων.

Στα πρώτα χρόνια χρήσης των παραγόντων anti – TNF είχε διατυπωθεί η ανησυχία αυξημένου κίνδυνου ανάπτυξης κακοηθειών και κυρίως λεμφώματος (αιματολογική κακοήθεια). Αυτό διότι είχαν καταγραφεί περιστατικά λεμφώματος σε ασθενείες που ελάμβαναν anti – TNF, περισσότερα σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Αύτος ήταν και ο λόγος που τα συγκεκριμένα φάρμακα έφεραν προειδοποίηση για αυξημένο κίνδυνο πρόκλησης κακοηθειών. Ωστόσο, χρησιμοποιώντας τα συγκεκριμένα φάρμακα για πολλά πλέον χρόνια, τα συσσωρευμένα στοιχεία δείχνουν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι απολύτως ακριβές. Αφενός, εχει διαπιστωθεί ότι οι ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα ανάπτυξης κακοηθειών σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Αφετέρου, νεότερα στοιχεία δείχνουν ότι σε παιδιά με Νεανική αρθρίτιδα ο κίνδυνος εκδήλωσης κακοήθειας στην πραγματικότητα δεν είναι στατιστικά σημαντικός. Συνεπώς, η χρήση παραγόντων anti-TNF θεωρείται ασφαλής όσον αφορά τον κίνδυνο εκδήλωσης κακοήθειας. Ωστόσο η μελέτη και επαγρύπνυση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας για το συγκεκριμένο θέμα συνεχίζεται.

Το Anakinra (Kineret) είναι ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της αρθρίτιδας και άλλων ασθενειών που χαρακτηρίζονται από αυξημένη φλεγμονή. Ανήκει σε μια κατηγορία φαρμάκων που ονομάζονται βιολογικοί παράγοντες. Αυτά τα φάρμακα είναι πρωτεΐνες που μιμούνται τις επιδράσεις των ουσιών που παράγονται από το ανοσοποιητικό σύστημα του σώματός σας. Στοχεύουν συγκεκριμένα συστατικά του ανοσοποιητικού συστήματος που συμβάλλουν στη φλεγμονή. Το Anakinra δρα παρεμβαίνοντας στη δέσμευση μιας κυτοκίνης που ονομάζεται ιντερλευκίνη-1 (IL-1) και του υποδοχέα της. Η IL-1 συμβάλλει στη φλεγμονή, τον πυρετό, το εξάνθημα και την αρθρίτιδα σε ασθένειες όπως η συστηματική ΝΙΑ ενώ πιο πρόσφατα έχει διαπιστωθεί ότι είναι αποτελεσματική και στην αντιμετώπιση περιοδικών εμπύρετων νοσημάτων.

Πώς χορηγείται;

Το Anakinra χορηγείται με ημερήσια ένεση κάτω από το δέρμα. Συνήθως μετά τον αρχικό δισταγμό που έχει ένα παιδί να λάβει την ένεση, τα περισσότερα τελικώς δέχονται πολύ καλά τις καθημερινές ενέσεις τους, αφού αντιλαμβάνονται γρήγορα το όφελος για την καθημερινότητά τους.

Ποιες είναι οι παρενέργειες του Anakinra;

Η πιο συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια είναι ο ερεθισμός και ο πόνος στο σημείο της ένεσης. Αυτό είναι συνήθως πιο έντονο τις πρώτες 2 εβδομάδες από την έναρξη του φαρμάκου. Το Anakinra μπορεί να προκαλέσει ναυτία και διάρροια. Επειδή το anakinra επηρεάζει το ανοσοποιητικό σας σύστημα, ενδέχεται να έχετε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης λοιμώξεων. Παρόλο που οι περισσότερες από αυτές τις λοιμώξεις θα είναι ήπιες (όπως πονόλαιμος ή λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού), κινδυνεύετε επίσης για πιο σοβαρές λοιμώξεις. Το Anakinra μπορεί να προκαλέσει μείωση ορισμένων λευκών αιμοσφαιρίων που ονομάζονται ουδετερόφιλα. Τα ουδετερόφιλα είναι πολύ σημαντικά στην καταπολέμηση της λοίμωξης και για αυτό το λόγο θα παρακολουθούμε τον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων σας όσο λαμβάνεται αυτό το φάρμακο.

Δεν πρέπει να λάβεται ζώντα εξασθενημένα εμβόλια (ιλαρά, ερυθρά, παρωτίτιδα, ανεμοβλογιά, ροταϊός) όταν λαμβάνετε αυτό το φάρμακο.

Μπορείτε να εμβολιαστείτε κατά της γρίπης.

Όπως ισχύει με όλους τους βιολογικούς παράγοντες θαα χρειαστεί να υποβληθείτε σε έλεγχο για φυματίωση (δοκιμασία Mantoux ή Quantiferon) πριν ξεκινήσετε το Anakinra.

Το Αbatacept είναι φάρμακο που τροποποιεί την ανοσολογική αντίδραση, μειώνοντας την ενεργοποίηση των Τ κυττάρων, γεγονός που μειώνει τη φλεγμονή. Με τη μείωση της επίθεσης του ανοσοποιητικού συστήματος, το Αbatacept μπορεί να μειώσει τον πόνο και τις φλεγμονές των αρθρώσεων. Το Abatacept μπορεί να χορηγηθεί με δύο τρόπους: ως υποδόρια ένεση που χορηγείται  στο σπίτι ή ως ενδοφλέβια έγχυση η οποία διαρκεί για 30 – 60 λεπτά. Οι υποδόριες ενέσεις χορηγούνται μία φορά την εβδομάδα. Οι ενδοφλέβιες εγχύσεις χορηγούνται κάθε 4 εβδομάδες

Ποιες είναι οι παρενέργειες;

Όπως όλα τα φάρμακα που επηρεάζουν το ανοσοποιητικό σύστημα, το abatacept μπορεί να κάνει το ανοσοποιητικό σύστημα λιγότερο ικανό να καταπολεμήσει τις λοιμώξεις. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες με το abatacept είναι πόνος στο στομάχι, πυρετός, κεφαλαλγία, λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος και πονόλαιμος.

Οι πιθανές σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν: Αλλεργικές αντιδράσεις και σοβαρές λοιμώξεις. Θα πρέπει να επικοινωνήσετε άμεσα μαζί μας εάν έχετε πυρετό, αισθάνεστε πολύ κουρασμένοι, έχετε βήχα, έχετε συμπτώματα που μοιάζουν με γρίπη ή έχετε οποιοδήποτε άλλα σημεία λοίμωξης.

Δεν πρέπει να λάβεται ζώντα εξασθενημένα εμβόλια (ιλαρά, ερυθρά, παρωτίτιδα, ανεμοβλογιά, ροταϊός) όταν λαμβάνετε αυτό το φάρμακο ή για 3 μήνες μετά την τελευταία δόση.

Μπορείτε να εμβολιαστείτε κατά της γρίπης.

Όπως ισχύει με όλους τους βιολογικούς παράγοντες θα χρειαστεί να υποβληθείτε σε έλεγχο για φυματίωση (δοκιμασία Mantoux ή Quantiferon) πριν ξεκινήσετε το Abatacept.

Secukinumab

Ustekinumab