O Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος (ΣΕΛ) είναι μια χρόνια αυτοάνοση πάθηση που μπορεί να επηρεάσει διάφορα όργανα και κυρίως το δέρμα, τις αρθρώσεις και τους νεφρούς. Αυτοάνοση σημαίνει ότι πρόκειται για μια διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος που αντί να προστατεύει το σώμα από βακτήρια και ιούς, επιτίθεται στον ίδιο τον οργανισμό. Η λέξη συστηματικός σημαίνει προσβολή πολλών διαφορετικών οργάνων. Η λέξη λύκος έχει προκύψει από το χαρακτηριστικό εξάνθημα στο πρόσωπο το οποίο μιμείται τα λευκωπά σημάδια που υπάρχουν στο πρόσωπο του λύκου. Η λέξη ερυθηματώδης αναφέρεται στην ερυθρότητα του δέρματος του προσώπου.
O ΣΕΛ συνήθως εκδηλώνεται σε γυναίκες ηλικίες 15 – 45, είναι σπάνιος στις ηλικίες 5-15 ετών και πολύ σπάνιος μέχρι την ηλικία των 5 ετών. Είναι πιο συχνός στα κορίτσια από ότι στα αγόρια σε αναλογία 9:1. Σε γενικές γραμμές, ο ΣΕΛ σε παιδιά και εφήβους είναι παρόμοιος με αυτό των ενηλίκων, αλλά γενικά θεωρείται ότι εμφανίζεται με πιο σοβαρές εκδηλώσεις από ότι στους ενήλικες.
Πολλοί κληρονομικοί παράγοντες κινδύνου σε συνδυασμό με τυχαίους περιβαλλοντικούς παράγοντες πιστεύεται ότι είναι υπεύθυνοι για τη νόσο. Είναι γνωστό ότι o ΣΕΛ μπορεί να ενεργοποιηθεί από διάφορους παράγοντες, όπως ορμονική ανισορροπία στην εφηβεία και περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως η έκθεση στον ήλιο, ορισμένες ιογενείς λοιμώξεις και ορισμένα φάρμακα. Ο ΣΕΛ δεν είναι 100% κληρονομική ασθένεια, αφού δεν μπορεί να διαβιβαστεί απευθείας από τους γονείς στα παιδιά τους. Ωστόσο, τα παιδιά κληρονομούν κάποιους ακόμη άγνωστους γενετικούς παράγοντες από τους γονείς τους, οι οποίοι ενδέχεται να προδιαθέτουν στην ανάπτυξη ΣΕΛ. Δεν είναι ασυνήθιστο για ένα παιδί με ΣΕΛ να έχει στην οικογένειά του συγγενή με αυτοάνοση ασθένεια, ωστόσο, είναι πολύ σπάνιο να υπάρχουν δύο παιδιά που έχουν προσβληθεί από ΣΕΛ στην ίδια οικογένεια.
Η ακριβής αιτία του ΣΕΛ δεν είναι γνωστή. Αυτό που είναι γνωστό είναι ότι το ανοσοποιητικό παράγει αυτοαντισώματα τα οποία αναγνωρίζουν τα φυσιολογικά κύτταρα του σώματος ως ξένα και τα καταστρέφει. Το αποτέλεσμα είναι μια αντίδραση που προκαλεί φλεγμονή σε διάφορα όργανα (αρθρώσεις, δέρμα, νεφρούς). Φλεγμονή σημαίνει ότι η περιοχή που έχει υποστεί βλάβη είναι θερμή, ερυθρή, διογκωμένη και ενδεχομένως επώδυνη. Στις περιπτώσεις που η φλεγμονή επιμένει μπορεί να μονιμοποιηθεί η βλάβη στους ιστούς και να επηρεαστεί η φυσιολογική λειτουργία του οργάνου. Για αυτό το λόγο η θεραπεία του ΣΕΛ στοχεύει στην αντιμετώπιση της φλεγμονής.
Η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι πρόκειται για ένα συνδυασμό γενετικής προδιάθεσης και έκθεσης σε περιβαλλοντικούς παράγοντες ενεργοποίησης που οδηγούν τελικά στην ανάπτυξη της νόσου. Οι αντίστοιχοι ρόλοι των γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων στην ενεργοποίηση του ΣΕΛ παραμένουν προς προσδιορισμό. Ο ΣΕΛ δε μπορεί να αποφευχθεί, ωστόσο το παιδί που έχει τη νόσο θα πρέπει να αποφεύγει την επαφή με παράγοντες που μπορεί να πυροδοτήσουν τη νόσο (π.χ. έκθεση στον ήλιο χωρίς χρήση αντηλιακών, στρες, και ορισμένων φαρμάκων). Ο ΣΕΛ δεν είναι μεταδοτικός και δε μπορεί να μεταδοθεί από άτομο σε άτομο όπως συμβαίνει σε μια λοίμωξη.
Συμπτώματα:
Η ασθένεια συνήθως αρχίζει σταδιακά με συμπτώματα που αναπτύσσονται επί αρκετές εβδομάδες ή μήνες. Η κόπωση είναι το πιο συχνό αρχικό σύμπτωμα του ΣΕΛ. Πολλά παιδιά με ΣΕΛ έχουν διαλείπον ή συνεχή πυρετό, απώλεια βάρους και μειωμένη όρεξη. Με το χρόνο, πολλά παιδιά αναπτύσσουν συγκεκριμένα συμπτώματα που προκαλούνται από τη συμμετοχή ενός ή περισσοτέρων οργάνων του σώματος.
Η εμπλοκή του δέρματος και των βλεννογόνων είναι πολύ συχνή και μπορεί να περιλαμβάνει μια ποικιλία από διαφορετικά δερματικά εξανθήματα, φωτοευαισθησία (όπου η έκθεση στο ηλιακό φως προκαλεί εξάνθημα) και έλκη στο εσωτερικό της μύτης ή του στόματος. Το τυπικό εξάνθημα δίκην «πεταλούδας» στη μύτη και τα μάγουλα εμφανίζεται συχνά ενώ μερικές φορές, τα μαλλιά πέφτουν περισσότερο από το συνηθισμένο (αλωπεκία) ή τα χέρια γίνονται κόκκινα, άσπρα και μπλε όταν εκτίθενται στο κρύο (φαινόμενο Raynaud).
Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν επίσης διογκωμένες αρθρώσεις, μυϊκούς πόνους, αναιμία, εύκολους μώλωπες, πονοκεφάλους και θωρακικό άλγος. Η συμμετοχή των νεφρών είναι μια συχνή επιπλοκή και αποτελεί βασικό καθοριστικό παράγοντα για τη μακροπρόθεσμη έκβαση της νόσου. Τα συμπτώματα και η βαρύτητα του ΣΕΛ μπορεί να ποικίλλουν από ασθενή σε ασθενή και τελικά κάθε παιδί εκδηλώνει διαφορετικά συμπτώματα.
Διάγνωση:
Η διάγνωση του ΣΕΛ γίνεται με βάση ένα συνδυασμό συμπτωμάτων και εργαστηριακών εξετάσεων. Για να τεθεί η διάγνωση του ΣΕΛ, έχει δημιουργηθεί ένας κατάλογος 11 κριτηρίων.
Αυτά τα κριτήρια αντιπροσωπεύουν μερικά από τα πιο κοινά συμπτώματα και εργαστηριακά ευρήματα που παρατηρούνται σε ασθενείς με ΣΕΛ. Για να γίνει μια επίσημη διάγνωση του ΣΕΛ, ο ασθενής πρέπει να έχει τουλάχιστον 4 από αυτά τα 11 χαρακτηριστικά ανά πάσα στιγμή από την αρχή της νόσου.
Ωστόσο, οι έμπειροι γιατροί μπορούν να κάνουν τη διάγνωση του ΣΕΛ και αν υπάρχουν λιγότερα από 4 κριτήρια.
Τα κριτήρια είναι:
- Το εξάνθημα «πεταλούδας» που είναι ένα κόκκινο εξάνθημα που εμφανίζεται πάνω από τα μάγουλα και πάνω από τη γέφυρα της μύτης.
- Η φωτοευαισθησία είναι μια υπερβολική δερματική αντίδραση στο ηλιακό φως.
- Ο δισκοειδής λύκος που πρόκειται για ένα λεπιδώδες, ανυψωμένο εξάνθημα σε σχήμα νομίσματος, που εμφανίζεται πιο συχνά στο πρόσωπο.
- Τα έλκη των βλεννογόνων που πρόκειται για πληγές που εμφανίζονται στο στόμα ή στη μύτη.
- Η αρθρίτιδα επηρεάζει την πλειοψηφία των παιδιών με ΣΕΛ. Η αρθρίτιδα του ΣΕΛ συνήθως δεν έχει ως αποτέλεσμα μόνιμες αλλαγές (παραμορφώσεις) όπως μπορεί να παρατηρηθεί στις άλλες μορφές αρθρίτιδας.
- Η πλευρίτιδα είναι φλεγμονή του υπεζωκότα, δηλαδή της επένδυση των πνευμόνων, και η περικαρδίτιδα είναι φλεγμονή και η συλλογή υγρού του περικαρδίου.
- Η συμμετοχή των νεφρών είναι συνήθως ασυμπτωματική και μπορεί να ανιχνευθεί μόνο με ανάλυση ούρων και με εξετάσεις αίματος για τη λειτουργία των νεφρών.
- Η εμπλοκή του κεντρικού νευρικού συστήματος περιλαμβάνει συμπτώματα όπως πονοκέφαλο, επιληπτικές κρίσεις και νευροψυχιατρικές εκδηλώσεις.
- Οι διαταραχές των κυττάρων του αίματος που τελικά οδηγεί σε αναιμία (μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων), λευκοπενία (μείωση στα λευκά αιμοσφαίρια) και θρομβοπενία (μείωση του αριθμού των αιμοπεταλίων).
- Ειδικά αυτό-αντισώματα όπως τα αντι-dsDNA (Αυτό το τεστ επαναλαμβάνεται συχνά επειδή η ποσότητα αυτών των αντισωμάτων φαίνεται να αυξάνεται όταν ο ΣΕΛ είναι ενεργός και βοηθάει να μετρήσουμε το βαθμό δραστηριότητας της νόσου), τα αντι-Sm και τα αντιφωσφολιπιδαιμικά αντισωμάτα.
- Τα αντιπυρηνικά αντισώματα (ANA). Είναι θετικά σχεδόν σε κάθε ασθενή με ΣΕΛ. Ωστόσο, μια θετική δοκιμή ANA, από μόνη της, δεν αποτελεί απόδειξη του ΣΕΛ, καθώς η δοκιμή μπορεί επίσης να είναι θετική σε άλλες ασθένειες ενώ μπορεί ακόμη και να είναι ασθενώς θετική σε περίπου 5% – 15% των υγειών παιδιών.
Πολύ συχνά θα σας ζητήσουμε εργαστηριακές εξετάσεις τόσο για τη διάγνωση όσο και την παρακολούθηση της πορείας της νόσου. Οι πιο συνηθισμένες από αυτές είναι η γενική αίματος που θα μας δείξει αν υπάρχει αναιμία, χαμηλό αριθμό αιμοπεταλίων και λευκών κυττάρων και οι δείκτες φλεγμονής, δηλαδή: Ταχύτητα Καθίζησης Ερυθρών αιμοσφαιρίων (ΤΚΕ) και η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP). Η CRP συχνά μπορεί να είναι φυσιολογική στον ΣΕΛ, ενώ η ΤΚΕ είναι αυξημένη.
Απαραίτητος είναι ο βιοχημικός έλεγχος ο οποίος μπορεί να αποκαλύψει τη νεφρική δυσλειτουργία (αύξηση του ουρίας και της κρεατινίνης στον ορό, μεταβολές στις συγκεντρώσεις ηλεκτρολυτών), ανωμαλίες στις δοκιμασίες της ηπατικής λειτουργίας και αυξημένα ένζυμα μυών εάν υπάρχει μυϊκή συμμετοχή.
Οι εξετάσεις ούρων είναι πολύ σημαντικές κατά τη στιγμή της διάγνωσης του ΣΕΛ και κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης για τον προσδιορισμό της νεφρικής δυσλειτουργίας. Είναι σημαντικό να εκτελούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα, ακόμη και όταν η νόσος φαίνεται να είναι σε ύφεση προκειμένου να ανιχνευθεί η παρουσία πρωτεΐνης ή αίματος στα ούρα.
Απαραίτητες είναι ειδικές ανοσολογικές εξετάσεις (ειδικά αντισώματα όπως ΑΝΑ, αντι-dsDNA, anti-Sm, αντιφωσφολιπιδαιμικά αντισώματα).
Συχνά επίσης μετράμε το λεγόμενο συμπλήρωμα. Το συμπλήρωμα είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ομάδα πρωτεϊνών του αίματος που ρυθμίζουν τις φλεγμονώδεις και ανοσολογικές αντιδράσεις. Ορισμένες πρωτεΐνες του συμπληρώματος (C3 και C4) μπορούν να καταναλωθούν στον ΣΕΛ και χαμηλά επίπεδα αυτών των πρωτεϊνών υποδηλώνουν την παρουσία ενεργού νόσου, ιδιαίτερα της νεφρικής νόσου.
Στις περιπτώσεις όπου διαπιστώσουμε νεφρική συμμετοχή είναι απαραίτητη η διενέργεια βιοψίας του νεφρού. Αυτό είναι ένα απαραίτητο βήμα προκειμένου να καθοριστεί η περαιτέρω θεραπευτική προσέγγιση. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί βιοψία δέρματος, ειδικά επί αμφιβολίας για τη διάγνωση. Άλλες εξετάσεις περιλαμβάνουν: τις ακτινογραφία του θώρακα (για καρδιά και πνεύμονες), το ΗΚΓ και το υπερηχογράφημα καρδιάς, πνευμονικές δοκιμασίες κλπ από τη στιγμή που ο ΣΕΛ μπορεί να προκαλέσει βλάβες στην καρδιά και τους πνεύμονες. Επίσης, συχνά ελέγχουμε και τη θυρεοειδική λειτουργία διότι ο ΣΕΛ μπορεί να συνυπάρχει με αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα.
Θεραπεία:
Προς το παρόν δεν υπάρχει οριστική θεραπεία για τον ΣΕΛ. Η θεραπεία αποσκοπεί στην πρόληψη επιπλοκών, καθώς και στη θεραπεία των συμπτωμάτων της νόσου και τελικά η μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών με ΣΕΛ μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιτυχία. Όταν ο ΣΕΛ διαγνωστεί για πρώτη φορά είναι συνήθως πολύ ενεργός. Σε αυτό το στάδιο μπορεί να απαιτούνται υψηλές δόσεις φαρμάκων για τον έλεγχο της νόσου και την πρόληψη της βλάβης οργάνων.
Σε πολλά παιδιά, η θεραπεία ελέγχει τη φλεγμονή του ΣΕΛ και η ασθένεια μπορεί να μπει σε ύφεση όποτε χρειάζεται μειωμένη ή και καθόλου θεραπεία. Η θεραπεία του ΣΕΛ περιλαμβάνει φάρμακα όπως τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη τα οποία χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο του πονου, ενώ συχνά χρησιμοποιείται και ασπιρίνη σε χαμηλή δόση για την πρόληψη σχηματισμού θρόμβων του αίματος, ειδικά για εκείνους τους ασθενείς που είναι θετικοί για τα αντιφωσφολιπιδαιμικά αντισώματα.
Τα ανθελονοσιακά φάρμακα όπως η υδροξυχλωροκίνη είναι πολύ χρήσιμα στη θεραπεία του δερματικού εξανθήματος.
Η κορτιζόνη χρησιμοποιείται για τη μείωση της φλεγμονής και την καταστολή της δράσης του ανοσοποιητικού συστήματος για περίοδο αρκετών εβδομάδων ή μηνών. Η αρχική δόση της κορτιζόνης και η συχνότητα χορήγησής τους εξαρτώνται από τη σοβαρότητα της νόσου. Αφού ελέγχονται οι αρχικές εκδηλώσεις της νόσου, η κορτιζόνη μειώνεται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο που θα ελέγξει τα συμπτώματα του ασθενούς ή και διακόπτεται τελείως.
Οι ανοσοκατασταλτικοί παράγοντες όπως η Αζαθειοπρίνη, η Μυκοφαινολική Μοφετίλη (MMF) και η Μεθοτρεξάτη δρουν με διαφορετικό τρόπο από την κορτιζόνη αλλά επίσης αντιμετωπίζουν τη φλεγμονή.
Η θεραπεία με ενδοφλέβια κυκλοφωσφαμίδη χρησιμοποιείται σε παιδιά με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία καθώς και σε ορισμένα είδη σοβαρών προβλημάτων ΣΕΛ.
Τα βιολογικά φάρμακα όπως το Rituximab και το Belimumab επίσης καταστέλλουν την παραγωγή αυτό-αντισωμάτων.
Πρόγνωση:
Ο ΣΕΛ χαρακτηρίζεται από παρατεταμένη πορεία για πολλά χρόνια, η οποία χαρακτηρίζεται από εξάρσεις και υφέσεις. Είναι συχνά πολύ δύσκολο να προβλεφθεί ποια θα είναι η πορεία της νόσου σε έναν μεμονωμένο ασθενή.Δεν υπάρχει τρόπος να προβλέψουμε πόσο θα διαρκέσει μια έξαρση όταν έρχεται, ούτε υπάρχει κανένας τρόπος να προβλέψουμε πόσο θα διαρκέσει η ύφεση. Ωστόσο, το αποτέλεσμα του ΣΕΛ βελτιώνεται δραματικά με την έγκαιρη και σωστή χρήση των φαρμάκων, έτσι ώστε εάν διαγνωστεί νωρίς και υποβληθεί σε κατάλληλη θεραπεία σε πρώιμο στάδιο, ρυθμίζεται πιο εύκολα και τελικά πηγαίνει σε ύφεση. Συνολικά, η πρόγνωση του ΣΕΛ κατά την παιδική ηλικία εξαρτάται από τη σοβαρότητα της συμμετοχής των εσωτερικών οργάνων. Τα παιδιά με σημαντική νεφρική νόσο ή ασθένεια του κεντρικού νευρικού συστήματος απαιτούν επιθετική θεραπεία. Αντίθετα, το ήπιο εξάνθημα και η αρθρίτιδα μπορεί εύκολα να ελεγχθούν. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε ήδη, o ΣΕΛ είναι μια απρόβλεπτη, χρόνια πάθηση και τα παιδιά που διαγιγνώσκονται με ΣΕΛ κανονικά παραμένουν υπό συνεχή ιατρική παρακολούθηση.
Καθημερινότητα:
Μόλις ένα παιδί με ΣΕΛ αντιμετωπίζεται μπορεί να ζήσει μία φυσιολογική ζωή χωρίς ιδιαίτερους περιορισμούς. Τα παιδιά με ΣΕΛ μπορούν και πρέπει να φοιτούν στο σχολείο εκτός από περιόδους σοβαρής ασθένειας. Η τακτική άσκηση πρέπει να ενθαρρύνεται στα παιδιά κατά τη διάρκεια της ύφεσης της νόσου αλλά θα πρέπει αν αποφεύγετε την άσκηση μέχρι το σημείο εξάντλησης και φυσικά την έκθεση στον ήλιο. Είναι γνωστό ότι η έκθεση στο ηλιακό φως μπορεί να προκαλέσει την εμφάνιση νέων δερματικών βλαβών και μπορεί επίσης να οδηγήσει σε έξαρση της δραστηριότητας της νόσου. Για να αποφευχθεί αυτό το πρόβλημα συνιστάται η χρήση αντηλιακών υψηλού δείκτη προστασίας σε όλα τα εκτεθειμένα μέρη του σώματος κάθε φορά που το παιδί είναι έξω. Θυμηθείτε να εφαρμόσετε το αντηλιακό τουλάχιστον 30 λεπτά πριν βγείτε έξω για να επιτρέψετε να διεισδύσει στο δέρμα και να στεγνώσει. Κατά τη διάρκεια μιας ηλιόλουστης ημέρας, τα αντιηλιακά πρέπει να εφαρμόζονται ξανά κάθε 3 ώρες. Είναι επίσης σημαντικό να φοράτε αντηλιακά προστατευτικά ρούχα, ακόμη και σε συννεφιασμένες ημέρες, καθώς οι υπεριώδεις ακτίνες μπορούν εύκολα να διεισδύσουν μέσα από τα σύννεφα.
Τι γίνεται με τη σεξουαλική ζωή, την εγκυμοσύνη και την αντισύλληψη;
Οι γυναίκες με ΣΕΛ μπορούν να έχουν μια ασφαλή εγκυμοσύνη και ένα υγιές μωρό. Ο ιδανικός χρόνος για την εγκυμοσύνη θα ήταν όταν η ασθένεια είναι σε ύφεση. Οι γυναίκες με ΣΕΛ μπορεί να έχουν πρόβλημα σύλληψης εξαιτίας είτε της ασθένειας είτε της φαρμακευτικής αγωγής. Ο ΣΕΛ συνδέεται επίσης με υψηλότερο κίνδυνο αποβολής, πρόωρου τοκετού και συγγενούς ανωμαλίας στο βρέφος (νεογνικός λύκος). Η ίδια η εγκυμοσύνη μπορεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα ή να προκαλέσει έξαρση του ΣΕΛ, επομένως όλες οι έγκυες με ΣΕΛ πρέπει να παρακολουθούνται στενά από έναν μαιευτήρα που γνωρίζει την εγκυμοσύνη υψηλού κινδύνου.